Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαντεία
1 item total
μαντεία η [mandía] Ο25 : 1. ο χρησμός. 2. η ικανότητα κάποιου να προλέγει το μέλλον, η μαντική τέχνη.

[λόγ. < αρχ. μαντεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go