Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- μαιευτική η [meeftikí] Ο29 : 1. κλάδος της ιατρικής και ειδικά της γυναικολογίας που ασχολείται με την εγκυμοσύνη, τον τοκετό και τη λοχεία των γυναικών. 2. η σωκρατική μέθοδος συζητήσεως με την οποία ο συνομιλητής, ύστερα από κατάλληλες διαδοχικές ερωτήσεις, οδηγείται στην αλήθεια· μαιευτική μέθοδος συζητήσεως.
[λόγ. < αρχ. μαιευτική]
- μαιευτικός -ή -ό [meeftikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μαιευτική ή το μαιευτήρα: Mαιευτικά εργαλεία. Mαιευτική κλινική. Mαιευτικό σφάλμα. 2. Mαιευτική μέθοδος συζητήσεως, η μαιευτική2.
[λόγ. < αρχ. μαιευτικός]



