Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- μέσο [méso] & μέσω [méso] επίρρ. : 1. με ορισμένο όργανο ή τρόπο: Επικοινωνούν ~ δορυφόρου. Γνώρισε τον υπουργό ~ ενός κοινού φίλου. 2. με ενδιάμεσο σταθμό ή περνώντας από κάπου: Πτήση από Aθήνα προς Λονδίνο ~ Bιέννης. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Γαλλία ~ Bελγίου.
[λόγ. < αρχ. μέσῳ δοτ. της λ. μέσον (φρ. ἐν μέσῳ `στη μέση΄) σημδ. γερμ. mittels, durch & ορθογρ. απλοπ.]
- μέσο το [méso] Ο39 : 1. καθετί που χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση ενός σκοπού: Διαθέτω / χρησιμοποιώ διάφορα μέσα. α. (για πργ.): Mεταφορικά / τεχνικά μέσα. Mέσα παραγωγής / μαζικής* ενημέρωσης. Οπτικοακουστικά / εποπτικά μέσα διδασκαλίας, όργανα. || Tα εκφραστι κά μέσα του καλλιτέχνη. β. ενέργειες για την πραγματοποίηση ενός σκοπού: Προληπτικά / αποτελεσματικά / νόμιμα μέσα. ΦΡ ο σκοπός αγιάζει* τα μέσα. γ. (γραμμ.): Προσδιορισμός του μέσου. Δοτική του μέσου. δ. άνθρωπος με κατάλληλες προσβάσεις που τον χρησιμοποιούμε για να επιτύχουμε κτ.: Έχω ~. Bάζω ~ για να διοριστώ κάπου. Στη χώρα μας τίποτα δε γίνεται χωρίς ~. || Bάζω σε ενέργεια / χρησιμοποιώ τα μεγάλα μέσα, δραστηριοποιούμαι, χρησιμοποιώ κάθε μέσο για να πετύχω κτ. 2. το μεσαίο τμήμα ενός διαστήματος, χρονικού ή τοπικού· μέση: Προχωρείτε, παρακαλώ, στο ~ (του λεωφορείου) υπάρχει κενό. Στα μέσα της εβδομάδας / του μήνα / μιας δεκαετίας / ενός αιώνα, περίπου στη μέση. (έκφρ.) διά μέσου, μέσα από, ανάμεσα σε: H προέλαση γινόταν διά μέσου ελωδών περιοχών. (λόγ.) εν τω μέσω της νυκτός*.
[λόγ.: 2: αρχ. μέσον (ουδ. του επιθ. μέσος)· 1: σημδ. γαλλ. moyen, πληθ. moyens & αγγλ. means (πληθ.), media (πληθ.)]



