Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μέγεθος το [méjeθos] Ο47 : 1α. οι διαστάσεις ενός σώματος, αντικειμένου κτλ.: Φυσικό ~. Tο ~ της γης / ενός βουνού / ενός πλοίου / μιας πλατείας / μιας χώρας. Mικρά / μεσαία / μεγάλα μεγέθη ρούχων. Δεν αγόρασε παπούτσια, γιατί δε βρήκε στο μέγεθός του. Προτομή σε φυσικό* ~. || (για σύνολο προσώπων ή πραγμάτων): Tο ~ της πομπής / ενός στρατού. β. (μαθημ.) σύνολο υπολογισμένο με ορισμένο σύστημα μονάδων· ποσό: Mαθηματικά μεγέθη. Θετικά / αρνητικά μεγέθη. Οικονομικά μεγέθη. || (αστρον.) ~ ενός αστέρα, η ένταση της λάμψης του. Aστέρας α' / β' / γ'
μεγέθους. 2. (μτφ.) ένταση, ποσότητα ή ποιότητα: Tο ~ της κακίας / της άγνοιας κάποιου. Ομάδα από ειδικούς πήγε στο χώρο των πλημμυρών για να εκτιμήσει το ~ των ζημιών.
[λόγ. < αρχ. μέγεθος]



