Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λ
1,075 items total [971 - 980]
λούτσος ο [lútsos] Ο18 : ψάρι με γκριζοπράσινη και γκριζογάλανη ράχη, με στρογγυλό παχύ σώμα και με πολύ μακρύ κεφάλι και ρύγχος.

[βεν. luzzo (de mar) ]

λούφα η [lúfa] Ο25α : (λαϊκ.) I. η αποφυγή εκτέλεσης μιας διαταγής, μιας αγγαρείας και γενικότερα μιας υποχρεωτικής εργασίας που δεν είναι ευχάριστη: Όλη μέρα ~. ΦΡ ~ και παραλλαγή, κυρίως στη γλώσσα των στρατιωτών για κπ. που κρύβεται, που προσπαθεί να μείνει απαρατήρητος προκειμένου να αποφύγει μια αγγαρεία. στη ~, κρυφά, μουλωχτά, υπογείως. II. σιωπή, σιγή, που οφείλεται κυρίως σε φόβο.

[λουφ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

λουφαδόρος ο [lufaδóros] Ο18 : (λαϊκ.) αυτός που από τεμπελιά ή από βαρεμάρα αποφεύγει συστηματικά να εκτελέσει μια εντολή, μια διαταγή, μια αγγαρεία και γενικότερα μια εργασία υποχρεωτική και δυσάρεστη: Ο υπάλληλος που προσλάβαμε είναι μεγάλος ~.

[λούφ(α) -αδόρος]

λουφάζω [lufázo] Ρ2.2α μππ. λουφαγμένος : (οικ.) μένω ακίνητος και σιωπηλός σε μια θέση, προσπαθώ να μη γίνω αντιληπτός, να μείνω απαρατήρητος συνήθ. από φόβο· κρύβομαι, ζαρώνω: Tου ΄βαλα τις φωνές και λούφαξε. Λούφαξαν τα ζώα του δάσους.

[μσν. λωφάζω ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) < αρχ. λωφ(ῶ) `ξεκουράζομαι, χαλαρώνω΄ μεταπλ. -άζω]

λουφάρω [lufáro] Ρ6α : (λαϊκ.) αποφεύγω (κυρ. μένοντας κρυμμένος ή απαρατήρητος) να εκτελέσω μια εντολή, μια διαταγή, μια αγγαρεία και γενικότερα μια εργασία υποχρεωτική και δυσάρεστη: Στο στρατό, αν θες να περνάς καλά, πρέπει να λουφάρεις.

[λούφ(α) -άρω]

λουφές ο [lufés] Ο13 : 1. η αμοιβή, ο μισθός των αρματολών κατά την Tουρκοκρατία, των αγωνιστών της επανάστασης του ΄21 και των στρατιωτών του τακτικού ελληνικού στρατού αργότερα. 2. (λαϊκ.) χρήμα που αποκτιέται με τρόπο που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ήθους: Kάνουν τους ιδεολόγους αλλά όλοι το λουφέ έχουν στο μυαλό τους.

[τουρκ. ulûfe `στρατιωτικός μισθός΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αραβ. ulūfe]

λοφίο το [lofío] Ο39 : 1. φούντα από φτερά, τρίχες ή νήματα, που ήταν τοποθετημένη κυρίως επάνω στα πηλίκια των στρατιωτικών. (έκφρ.) με ~, για δήλωση επίτασης: Bλάκας με ~, πολύ βλάκας· ΣYN έκφρ. με περικεφαλαία. 2. θύσανος από φτερά επάνω στο κεφάλι ορισμένων πτηνών.

[λόγ. < αρχ. λόφ(ιον) -ίον]

λόφος ο [lófos] Ο18 : ύψωμα γης κάτω από τριακόσια μέτρα, χαμηλότερο από το βουνό: Kαταπράσινοι, δασωμένοι λόφοι. λοφίσκος ο YΠΟKΟΡ. λοφάκι το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. λόφος· λόγ. λόφ(ος) -ίσκος]

λοφοσειρά η [lofosirá] Ο24 : λόφοι διατεταγμένοι έτσι ώστε να σχηματίζουν μια σειρά: Mεταξύ των δύο πεδιάδων παρεμβάλλεται μια ψηλή ~.

[λόγ. λόφ(ος) -ο- + σειρά]

λοφώδης -ης -ες [lofóδis] Ε11 : 1. που έχει πολλούς λόφους: ~ περιοχή / έκταση. 2. που μοιάζει με λόφο: Λοφώδες ύψωμα.

[λόγ. < αρχ. λοφώδης]

< Previous   1... 96 97 [98] 99 100 ...108   Next >
Go to page:Go