Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,075 items total [911 - 920] | << First < Previous Next > Last >> |
- Λούης ο [lúis] Ο11 : μόνο στη ΦΡ γίνομαι ~, φεύγω γρήγορα, εξαφανίζομαι, το σκάω: Πήρε τα λεφτά κι έγινε ~. Mια βδομάδα πριν από το γάμο, ο γαμπρός έγινε ~.
[ανθρωπων. Σπ. Λούης (ο πρώτος Έλληνας ολυμπιονίκης του μαραθωνίου)]
- λουθηρανισμός ο [luθiranizmós] Ο17 : ο προτεσταντισμός.
[λόγ. < γαλλ. luthéranisme (-isme = -ισμός) < luthéran (δες -ανός) < ανθρωπων. Luthère < γερμ. Luther = Λούθηρος]
- λουίζα η [luíza] Ο25α : θαμνώδες αρωματικό φυτό, που τα φύλλα του χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία.
[ιταλ. luisa]
- λουκάνικο το [lukániko] Ο41 : είδος αλλαντικού, ειδικά παρασκευασμένου με κρέας και καρυκεύματα, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη: ~ χωριάτικο / καραμανλίδικο / Φραγκφούρτης. Σάντουιτς / αυγό τηγανητό με ~. (έκφρ.) (τότε) που δέναν τα σκυλιά* με τα λουκάνικα.
[ελνστ. λουκάνικον, λουκανικόν < λατ. lucanicum `αλλαντικό της Λουκανίας΄]
- λουκέτο το [lukéto] Ο39 : είδος κινητής κλειδαριάς: Οι κλέφτες έσπασαν το ~ και μπήκαν στο μαγαζί. ΦΡ βάζω ~, κλείνω οριστικά, κυρίως για επιχειρήσεις: Tο εργοστάσιο / η επιχείρηση / το θέατρο έβαλε ~. H αστυνομία έβαλε ~ σε πολλά κακόφημα κέντρα. βάζω ~ στο στόμα κάποιου, του απαγορεύω να μιλάει. μπαίνει* ~ σε κτ.
[ιταλ. lucchetto]
- λούκι το [lúki] Ο44 : 1. ο οριζόντιος κοίλος αγωγός και ο κατακόρυφος σωλήνας μέσο των οποίων συγκεντρώνονται και αποχετεύονται τα νερά της βροχής από τις στέγες των σπιτιών· υδρορρόη: Bούλωσε / τρύπησε / στάζει το ~. ΦΡ μπαίνω στο ~, περιορίζομαι στα στενά όρια του συνηθισμένου, του καθημερινού, του σταθερά επαναλαμβανόμενου και γενικότερα σε ένα συμβιβασμένο τρόπο ζωής από τον οποίο δεν μπορώ να ξεφύγω: Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και μπήκε στο ~. μπαίνω σε κακό ~, οδηγούμαι σε μια πορεία με κακό τέλος: Mε τις δουλειές που μπλεχτήκαμε, μπήκαμε σε κακό ~. βάζω κπ. στο ~, τον περιορίζω σε έναν συμβιβασμένο τρόπο ζωής. 2. (ραπτ.) είδος πτυχής: Φαρδιά και μακριά φούστα με λούκια.
[τουρκ. oluk -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ.: [to-olu > tolu > to-lu] ]
- λουκούλλειος -α -ο [lukúlios] Ε6 : μόνο στην έκφραση λουκούλλειο γεύμα, πλούσιο, πολυτελές, χορταστικό γεύμα.
[λόγ. < ιταλ. luculliano < ανθρωπων. Lucull(o) (όν. αρχ. Ρωμαίου) -iano = -ειος (διαφ. το συγγ. ελνστ. τά Λουκούλλεια `γιορτές προς τιμή του Λούκουλλου΄)]
- λουκουμάς ο [lukumás] Ο1 : γλύκισμα σε σχήμα ακανόνιστων σβόλων, που παρασκευάζεται με ζύμη που τη βάζουν σε καυτό λάδι και σερβίρεται με μέλι και κανέλα: Έφαγα δυο μερίδες λουκουμάδες. (έκφρ.) (σαν) στραβοχυμένος ~, για άνθρωπο άσκημο, ασουλούπωτο.
[τουρκ. lokma -ς με ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] για διάσπαση του συμφ. συμπλ. και τροπή [o > u] από επίδρ. του [l] και του υπερ. [k] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ]
- λουκουματζής ο [lukumadzís] Ο8 : αυτός που παρασκευάζει και πουλάει λουκουμάδες.
[λουκουμ(άς) -ατζής]
- λουκουματζίδικο το [lukumadzíδiko] Ο41 : το μαγαζί όπου παρασκευάζονται και πουλιούνται λουκουμάδες.
[λουκουματζ(ής) -ίδικο]



