Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λόγο
31 items total [1 - 10]
λογάς ο [loγás] Ο1 θηλ. λογού [loγú] Ο37 : (προφ.) 1. για πρόσωπο φλύα ρο· πολυλογάς: Έπιασα την κουβέντα με τη λογού την αδελφή μου κι έκαψα το φαΐ. Tι ~ είναι αυτός ο φίλος σου, στιγμή δε σταμάτησε! || (ως επίθ.): Tι λογού γυναίκα πήρες, πώς την ακούς κάθε μέρα! 2. αυτός που λέει, που υπόσχεται πολλά χωρίς να τα πραγματοποιεί· φαφλατάς: Mην τον πιστεύετε, δεν είναι παρά ένας αδιόρθωτος ~. 3. αυθάδης, θρασύς στα λόγια: Πάψε να αντιμιλάς και να αυθαδιάζεις, λογού! || (ως επίθ.).

[λόγ(ια) -άς· λογ(άς) -ού]

λογο- [loγo] & λογό- [loγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λογ- [loγ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στις λέξεις, στο λόγο, στην ομιλία: λογόγριφος, ~διάρροια, ~παίγνιο. || στην ομιλία, στα λόγια: ~μαχώ· ~κόπος, ~μαχία. || (κυρ. ιατρ.) με αναφορά στην ορθή ομιλία, άρθρωση, ή σε διαταραχές του λόγου: λογασθένεια, ~πάθεια, ~παιδευτής, λογόσπασμος. 2. στον έντεχνο λόγο: ~γράφος, ~ποιός, ~τέχνης· ~τεχνία. || ~κρισία· ~κρίνω. 3. στην έννοια της απολογίας, του απολογισμού: ~δοτώ· ~δοσία. 4. στη λογική, στον ορθό λόγο: ~κρατούμαι.

[λόγ. < αρχ. λογ(ο)- θ. του ουσ. λόγο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. λογο-γράφος, ελνστ. λογο-κλοπία (δες στο λογοκλοπή) & διεθ. logo- < αρχ. λογο-: λογό-γριφος, λογ-άριθμος < γαλλ. logo-griphe, log-arithme & μτφρδ.: λογο-θεραπεία < αγγλ. speech therapy]

λογογράφος ο [loγoγráfos] Ο18 : 1. χαρακτηρισμός για τους πρώτους Έλληνες πεζογράφους της αρχαιότητας και ιδιαίτερα για τους ιστορικούς συγγραφείς ως τον Hρόδοτο: Ο σημαντικότερος από τους λογογράφους ήταν ο Εκαταίος ο Mιλήσιος. 2. αυτός που στην αρχαιότητα ασχολούνταν επαγγελματικά με τη συγγραφή δικανικών λόγων: Ο Λυσίας ήταν ένας από τους σπουδαιότερους λογογράφους.

[λόγ. < αρχ. λογογράφος]

λογοδιάρροια η [loγoδiária] Ο27 : υπερβολική, ακατάσχετη φλυαρία: Tον έπιασε ~ και δε σταμάτησε να μιλάει ούτε στιγμή.

[λόγ. < ελνστ. λογοδιάρροια]

λογοδίνομαι [loγoδínome] Ρ αόρ. λογοδόθηκα, απαρέμφ. λογοδοθεί, μππ. λογοδοσμένος : για ανεπίσημο αρραβώνα, που βασίζεται στον αμοιβαίο λόγο μεταξύ των οικογενειών του ζευγαριού: Λογοδόθηκαν προχτές στο σπίτι της νύφης. Δεν παντρεύτηκαν ακόμα, είναι λογοδοσμένοι.

[φρ. λόγο δίνω, -ομαι]

λογοδοσία η [loγoδosía] Ο25 : η έκθεση πεπραγμένων, η απόδοση λογαριασμών για πράξεις και ενέργειες (ιδ. για πρόσωπα που άσκησαν κάποια εξουσία ή διαχειρίστηκαν κτ. από υπεύθυνη θέση): Στη γενική συνέλευση θα γίνει η ~ του απερχόμενου διοικητικού συμβουλίου του σωματείου / του συλλόγου / της εταιρείας.

[λόγ. λογο(δοτώ) -δοσία]

λογοδοτώ [loγoδotó] Ρ10.9α : δίνω λόγο, αποδίδω λογαριασμό, απολογούμαι για πράξεις και ενέργειές μου (ιδ. για πρόσωπα που έχουν ασκήσει κάποια εξουσία ή διαχειρίστηκαν κτ. από υπεύθυνη θέση): Οι υπεύθυνοι θα λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη. Kάποτε θα λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του.

[λόγ. < μσν. λογοδότ(ης) `που λογοδοτεί΄ < λογο- + -δότης]

λογοθεραπεία η [loγoθerapía] Ο25 : θεραπευτική μέθοδος για την αντιμετώπιση των διαταραχών ή της καθυστέρησης του λόγου, της άρθρωσης ή της ομιλίας.

[λόγ. λογο- + -θεραπεία μτφρδ. αγγλ. speech therapy]

λογοθεραπευτής ο [loγoθerapeftís] Ο7 θηλ. λογοθεραπεύτρια [loγoθera péftria] Ο27 : ειδικός που ασχολείται με τη λογοθεραπεία.

[λόγ. λογο- + θεραπευτής μτφρδ. αγγλ. speech therapist· λόγ. λογοθεραπευ(τής) -τρια]

λογοκλοπή η [loγoklopí] Ο29 : η ιδιοποίηση ξένης πνευματικής δημιουργίας με ανήθικο, παράνομο τρόπο: Ο λογοτέχνης / ο συγγραφέας / ο επιστήμονας έχει κατηγορηθεί για ~.

[λόγ. < ελνστ. λογοκλοπ(ία) -ή κατά το κλοπή]

< Previous   [1] 2 3 4   Next >
Go to page:Go