Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λουφές ο [lufés] Ο13 : 1. η αμοιβή, ο μισθός των αρματολών κατά την Tουρκοκρατία, των αγωνιστών της επανάστασης του ΄21 και των στρατιωτών του τακτικού ελληνικού στρατού αργότερα. 2. (λαϊκ.) χρήμα που αποκτιέται με τρόπο που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ήθους: Kάνουν τους ιδεολόγους αλλά όλοι το λουφέ έχουν στο μυαλό τους.
[τουρκ. ulûfe `στρατιωτικός μισθός΄ -ς με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αραβ. ulūfe]



