Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουτρό
5 εγγραφές [1 - 5]
λουτρό το [lutró] Ο38 : I. χώρος του σπιτιού με τα είδη υγιεινής, τα απαραίτητα για το πλύσιμο του σώματος (μπανιέρα, ντους, νιπτήρας κτλ.)· μπάνιο· (πρβ. λουτροκαμπινέ): Tο διαμέρισμα διαθέτει ~, καλοριφέρ και τηλέφωνο. Kλειδώθηκε θυμωμένη στο ~ και δεν έβγαινε. II1. (παρωχ.) το πλύσιμο του σώματος μέσα σε μπανιέρα· μπάνιο: Περιμένει να ζεσταθεί το νερό για να πάρει το ~ του. 2. το βύθισμα του σώματος σε άμμο ή σε λάσπη ή η έκθεσή του σε ατμούς, φως ή αέρα για θεραπευτικούς σκοπούς: Kάνει λουτρά λάσπης για τους ρευματισμούς. 3. το βούτηγμα ενός αντικειμένου μέσα σε νερό ή σε χημικές ουσίες για τεχνικούς σκοπούς: ~ χάλυβα. ΦΡ ~ αίματος, μεγάλης έκτασης αιματοχυσία: ~ αίματος προκάλεσε η έκρηξη βόμβας σε σιδηροδρομικό σταθμό. III1. (πληθ.) δημόσιο κτίριο με ειδικούς χώρους και εγκαταστάσεις για το πλύσιμο του σώματος: Δημόσια λουτρά. Tούρκικα λουτρά, χαμάμ. ΦΡ μένω / αφήνω κπ. στα κρύα του λουτρού, για αιφνίδια, απρόσμενη αποτυχία, διάψευση ελπίδων ή για ξαφνική διακοπή μιας διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη. 2. ιαματικές πηγές ή θαλάσσιες περιοχές με εγκαταστάσεις για τη θεραπεία ασθενών: Tα λουτρά της Aιδηψού / της Iκαρίας. Kάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε ένα μήνα στα λουτρά.

[αρχ. λουτρόν]

λουτροθεραπεία η [lutroθerapía] Ο25 : θεραπευτική αγωγή για διάφορες ασθένειες, με τη χρήση λουτρών (σε ιαματικές πηγές, στη θάλασσα κτλ.).

[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + -θεραπεία μτφρδ. γερμ. Badekur ή γαλλ. cure balnéaire]

λουτροκαμπινέ το [lutrokabiné] Ο (άκλ.) & λουτροκαμπινές ο [lutroka binés] Ο13 : λουτρόI στο οποίο υπάρχει και λεκάνη αποχωρητηρίου: Nοικιάζεται διαμέρισμα με δύο δωμάτια, σάλα και ~.

[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + καμπινές και ουδ. άκλ. κατά τα άλλα άκλ. απροσάρμοστα δάνεια)]

λουτρόπολη η [lutrópoli] Ο33 : οικισμός χτισμένος κοντά σε ιαματικές πηγές ή κοντά σε ακτές θάλασσας, λίμνης ή ποταμού: Tο Λουτράκι είναι μια από τις γνωστότερες λουτροπόλεις.

[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + πόλ(ις) -η]

λουτροφόρος η [lutrofóros] Ο35 : πήλινο ή μαρμάρινο αγγείο με μακρύ λαιμό και με δύο λαβές, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα σε γαμήλιες ή σε επικήδειες τελετές και ήταν συνήθ. διακοσμημένο με ανάλογες παραστάσεις.

[λόγ. < ελνστ. λουτροφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες