Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λοιδορώ
1 item total
λοιδορώ [liδoró] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) συμπεριφέρομαι απέναντι σε κπ. κατά τρόπο άπρεπο, προσβλητικό, υβριστικό· χλευάζω, κοροϊδεύω, κακολογώ κπ.

[λόγ. < αρχ. λοιδορῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go