Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λογοκλοπή
1 item total
λογοκλοπή η [loγoklopí] Ο29 : η ιδιοποίηση ξένης πνευματικής δημιουργίας με ανήθικο, παράνομο τρόπο: Ο λογοτέχνης / ο συγγραφέας / ο επιστήμονας έχει κατηγορηθεί για ~.

[λόγ. < ελνστ. λογοκλοπ(ία) -ή κατά το κλοπή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go