Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λογοθεραπεια
1 item total
λογοθεραπεία η [loγoθerapía] Ο25 : θεραπευτική μέθοδος για την αντιμετώπιση των διαταραχών ή της καθυστέρησης του λόγου, της άρθρωσης ή της ομιλίας.

[λόγ. λογο- + -θεραπεία μτφρδ. αγγλ. speech therapy]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go