Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λαρύγγι
4 items total [1 - 4]
λαρύγγι το [laríngi] Ο44 : ο λάρυγγας: Πόνεσε το ~ μου να σε φωνάζω. (έκφρ.) θα σου στρίψω το ~, θα σε πνίξω, θα σε στραγγαλίσω. ΦΡ μου βγήκε το ~ (να φωνάζω), φώναξα πολύ και κουράστηκα.

[μσν. λαρύγγι < ελνστ. λαρύγγιον υποκορ. του αρχ. λάρυγξ]

λαρυγγικός -ή -ό [laringikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο λάρυγγα: Λαρυγγικά νεύρα. Λαρυγγικές αρτηρίες. Λαρυγγικοί μύες. 2. που σχηματίζεται στο λάρυγγα, που περνάει μέσα από αυτόν: Λαρυγγικοί φθόγγοι, που αρθρώνονται στο λάρυγγα, γλωσσιδικοί. || (ως ουσ.) τα λαρυγγικά, οι λαρυγγικοί φθόγγοι.

[λόγ. < γαλλ. laryngale < αρχ. λαρυγγ- (λάρυγξ) -ale = -ικός (π.χ. το αγγλ. σύμφ. [h] ) (διαφ. το ελνστ. λαρυγγικός `λαίμαργος΄)]

λαρυγγισμός ο [laringizmós] Ο17 : 1. φωνή που βγαίνει κατευθείαν από το λάρυγγα. 2. (μουσ.) γρήγορη εναλλαγή σε νότες, που γίνεται για να ποικίλει το τραγούδι: H υψίφωνος ενθουσίασε το ακροατήριό της με ωραίους λαρυγγισμούς. 3. (ιατρ.) σπασμωδική συστολή των λαρυγγικών μυών.

[λόγ. < γαλλ. laryngisme (ιατρ.) < αρχ. λαρυγγ- (λάρυγξ) -isme = -ισμός (πρβ. ελνστ. λαρυγγισμός `κρώξιμο΄)]

λαρυγγίτιδα η [laringítiδa] Ο28 : οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα.

[λόγ. < γαλλ. laryngite < νλατ. laryngitis < αρχ. λάρυγγ- (λάρυγξ) -ite = -ίτις > -ίτιδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go