Dictionary of Standard Modern Greek
| 20 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- λιγούρα η [liγúra] Ο25α : 1. το αίσθημα της (έντονης) πείνας: Είχα τέτοια ~, που έτρωγα ό,τι έβρισκα μπροστά μου. 2. δυσάρεστο αίσθημα κενού στο στομάχι ανάλογο με αυτό της πείνας, που οφείλεται σε στομαχικές διαταραχές (σωματικές ή ψυχολογικές): Kάθε φορά που ανεβαίνω σε αεροπλάνο με πιάνει (μια) ~. 3. (μτφ.) έντονος (συνήθ. ερωτικός) πόθος, επιθυμία.
[λιγ(ώνω) -ούρα]
- λιγουρεύομαι [liγurévome] Ρ5.2β : νιώθω έντονη επιθυμία για κτ., ποθώ, λιμπίζομαι: H γάτα βλέπει τα ψάρια και τα λιγουρεύεται. Aυτή τη γυναίκα τη ~ πολύ.
[λιγούρ(α) -εύω, -ομαι]
- λιγούρης ο [liγúris] Ο11 : (λαϊκ.) αυτός που κατέχεται από ένα διαρκές αίσθημα πείνας και γενικότερα στέρησης· πεινάλας: Έμαθαν ότι υπάρχει τζάμπα φαΐ και πλάκωσαν όλοι οι λιγούρηδες. Mόλις δει γυναίκα, της κολλάει, ο ~.
[λιγούρ(α) -ης]
- λιγούρι το [liγúri] Ο44 : (λαϊκ.) ο λιγούρης.
[λιγούρ(ης) -ι]
- λιγόφαγος -η -ο [liγófaγos] Ε5 : που αρκείται σε λίγο φαγητό, που δεν τρώει πολύ.
[λιγο- + φαγ- (τρώω) -ος]
- λιγοψυχιά η [liγopsixá] Ο24 : έλλειψη θάρρους ή ψυχικής αντοχής, δειλία.
[μσν. ολιγοψυχία με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ολίγος > λίγος και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ολίγ(ος) -ο- + ψυχ(ή) -ία]
- λιγόψυχος -η -ο [liγópsixos] Ε5 : που του λείπει το θάρρος, το κουράγιο στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων· λιπόψυχος.
[ελνστ. ὀλιγόψυχος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο]
- λιγοψυχώ [liγopsixó] Ρ10.11α : μου λείπει το απαιτούμενο θάρρος, το κουράγιο στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων· λιποψυχώ.
[μσν. (ο)λιγοψυχώ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ελνστ. ὀλιγοψυχῶ]
- ολιγόζωος -η -ο [oliγózoos] & λιγόζωος -η -ο [liγózoos] Ε5 : (σπάν.) που ζει ή διαρκεί επί μικρό χρονικό διάστημα.
[λόγ. < μσν. ολιγόζωος < ολιγο- + ζω(ή) -ος· μσν. ολιγόζωος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ολίγος > λίγος]
- ολιγοήμερος -η -ο [oliγoímeros] & λιγοήμερος -η -ο [liγoímeros] Ε5 : που διαρκεί λίγες ημέρες. ANT πολυήμερος: Ολιγοήμερη απουσία από την εργασία. Ολιγοήμερη άδεια. Ο πρωθυπουργός θα μεταβεί στην Kρήτη για ολιγοήμερες διακοπές.
[λόγ. < μσν. ολιγοήμερος < ολιγο- + ημέρ(α) -ος (σύγκρ. ελνστ. ὀλιγοήμερος `λιγόζωος΄)· μσν. ολιγοήμερος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ολίγος > λίγος]



