Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λάμπω [lámbo] Ρ4α : 1. εκπέμπω ζωηρό, έντονο φως, λάμψη· φέγγω, ακτινοβολώ, αστράφτω, άμεσα ή από αντανάκλαση: Ο ήλιος λάμπει. Tα διαμάντια έλαμπαν στο φως της βιτρίνας του κοσμηματοπωλείου. (γνωμ.) ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός*. 2. (επέκτ., για επίταση, υπερβολή) α. (ως ένδειξη καθαριότητας, περιποίησης) γυαλίζω, στίλβω· αστράφτω: Tα πατώματα / τα ρούχα / τα ασημικά λάμπουν. Tο σπίτι λάμπει από καθαριότητα. β. αστράφτω, ακτινοβολώ: Λάμπει από υγεία / νιάτα / ομορφιά, είναι πολύ υγιής / νέος / όμορφος. 3. (μτφ.) α. για έντονη εκδήλωση συναισθημάτων: Tο πρόσωπό της / τα μάτια της έλαμψαν από χαρά / οργή / θυμό. Mόλις την είδε έλαμψε ολόκληρος. β. ξεχωρίζω, διακρίνομαι: Λάμπει με την ομορφιά / το πνεύμα / το χιούμορ / την παρουσία της. (έκφρ.) έλαμψε διά της απουσίας* του. γ. για κτ. που καταδεικνύεται, παρουσιάζεται, αποκαλύπτεται πλήρως: H αλήθεια / η δικαιοσύνη θα λάμψει.
[αρχ. λάμπω]



