Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κυλικείο
1 item total
κυλικείο το [kilikío] Ο39 : ειδικά διαμορφωμένος χώρος σε δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια τα οποία λειτουργούν ως χώροι εργασίας ή ως χώροι στους οποίους συγκεντρώνεται πολύς κόσμος, όπως σιδηροδρομικοί σταθμοί, αεροδρόμια κτλ., και όπου σερβίρονται αναψυκτικά, καφέδες, σάντουιτς κτλ.· (πρβ. μπαρ, καντίνα): Tο ~ του σταθμού / του σχολείου.

[λόγ. < αρχ. κυλικεῖον `ράφι για ποτήρια΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go