Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κυβερνών -ώσα -ών [kivernón] Ε12στ : (λόγ.) που ασκεί την εκτελεστική εξουσία: Tο κυβερνών κόμμα. H κυβερνώσα παράταξη. || (ως ουσ.) οι κυβερνώντες.
[λόγ. μεε. του κυβερνώ]



