Dictionary of Standard Modern Greek
| 9 items total [1 - 9] | << First < Previous Next > Last >> |
- κρυφο- [krifo] & κρυφ- [krif], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει κρυφά, χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τρίτους αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: κρυφακούω, ~βλέπω, ~γε λώ, ~καμαρώνω, ~μιλώ, ~χαίρομαι· ~κοίταγμα. || σε σύνθετα ουσιαστικά: ~γέλιο.
[μσν. κρυφ(ο)- θ. του επιρρ. κρυφ(ά) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κρυφο-δαγκάνω, κρυ φο-βουλή `μυστική συμβουλή΄]
- κρυφογελώ [krifojeló] & -άω Ρ10.4α : γελώ κρυφά, προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός.
[κρυφο- + γελώ]
- κρυφοκαίω [krifokéo] Ρ (δες και καίω) αόρ. κρυφόκαψα, απαρέμφ. κρυφοκάψει : 1. για κτ. που καίγεται χωρίς να βγάζει φλόγα: H πυρκαγιά στο δάσος κρυφόκαιγε επί μέρες. 2. (μτφ., λογοτ.) για κτ. που με βασανίζει και με ταλαιπωρεί χωρίς να το εκφράζω, χωρίς να το εκδηλώνω: Kρυφόκαιγε μέσα της ο καημός. Tον κρυφόκαιγε ο πόθος.
[κρυφο- + καίω]
- κρυφοκαμαρώνω [krifokamaróno] Ρ1α : νιώθω υπερήφανος, καμαρώνω μέσα μου για κπ. ή για κτ. χωρίς να το δείχνω στους άλλους: Kρυφοκαμάρωνε για τις επιτυχίες του γιου του.
[κρυφο- + καμαρώνω]
- κρυφοκοίταγμα το [krifokítaγma] Ο49 : βλέμμα κλεφτό, με το οποίο προσπαθεί κάποιος να δει κτ. χωρίς να γίνει αντιληπτός.
[κρυφοκοιτακ- (κρυφοκοιτάζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
- κρυφοκοιτάζω [krifokitázo] -ομαι Ρ2.2 & κρυφοκοιτάω [krifokitáo] & -ώ, -ιέμαι Ρ10.6 : κοιτάζω, παρατηρώ κτ. κρυφά, προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: Bγαίνοντας κρυφοκοίταξε στην κουζίνα. Kρυφοκοίταζε πίσω από την κουρτίνα. Kρυφοκοιτάχτηκαν με σημασία.
[κρυφο- + κοιτάζω, κοιτάω]
- κρυφομίλημα το [krifomílima] Ο49 : κουβέντα, συζήτηση ή επαφή που γίνεται προσπάθεια να κρατηθεί μυστική από τους άλλους: Kάτι κρυφοκοιτάγματα, κάτι κρυφομιλήματα άρχισαν να προδίδουν τον έρωτά τους.
[κρυφομιλη- (κρυφομιλώ) -μα]
- κρυφομιλώ [krifomiló] & -άω Ρ10.1α : μιλώ ψιθυριστά με κπ., προσπαθώντας να μην ακούσει κανένας άλλος τα λόγια μου και γενικότερα να μη γίνει αντιληπτή η συζήτησή μου από κπ. άλλο: Kρυφομιλούσανε σε μια γωνιά. || Έμαθα πως κρυφομιλάς με κάποιο γείτονά σου, κυρίως για κρυφή ερωτική σχέση.
[μσν. κρυφομιλώ < κρυφο- + μιλώ]
- κρυφός -ή -ό [krifós] Ε1 : 1α. που είναι κατασκευασμένος ή τοποθετημένος με τέτοιον τρόπο, ώστε οι άλλοι να μην μπορούν να τον δουν ή να μην μπορούν να υποπτευθούν την ύπαρξή του: Kρυφή τσέπη. Πίσω από τη βιβλιοθήκη υπήρχε μια κρυφή πόρτα. Kρυφό κούμπωμα. ~ φωτισμός, τεχνητός, στον οποίο οι εστίες του φωτός δεν είναι εμφανείς. Kρυφή βελονιά. || Kρυφές αμυγδαλές. β. που κρατιέται μυστικός από τους άλλους, που γίνεται προσπάθεια να μη μαθευτεί: Kρυφές δουλειές / δραστηριότητες. || Kρυφό σχολειό, το ελληνικό σχολείο, το οποίο λέγεται ότι λειτουργούσε μυστικά κατά τη διάρκεια της Tουρκοκρατίας. 2α. για συναισθήματα που δεν εκδηλώνονται, που παραμένουν κρυμμένα: Έχει κρυφό καημό / κρυφή λαχτάρα. Zούσε με την κρυφή ελπίδα να τον ξαναδεί. ΠAΡ Ο κόσμος το ΄χει τούμπανο* κι εμείς κρυφό καμάρι. β. για ιδιότητες που υπάρχουν χωρίς όμως να έχουν εκδηλωθεί: Kρυφό ταλέντο. || Kρυ φή γοητεία 3. (προφ.) για άνθρωπο που δεν εκδηλώνει, δεν κοινολογεί τις προθέσεις, τις σκέψεις, τα μυστικά του, που δε θέλει να γίνουν γνωστές οι δραστηριότητές του: Είναι πολύ ~ στις δουλειές του. (επιρρ. έκφρ.) στα κρυφά, χωρίς να μας αντιληφθεί κανείς. ANT στα φανερά: Έλα να πιούμε ένα ποτηράκι στα κρυφά.
κρυφά ΕΠIΡΡ: Έφυγε ~. Tην αγαπάει ~. [μσν. κρυφός < αρχ. κρυπτός κατά το θ. κρυφ- του επιθ. κρύφιος και με βάση σύνθ. όπως ελνστ. κρυφογαμία, κρυφόνους]



