Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κρινολίνο
1 item total
κρινολίνο το [krinolíno] Ο39 : είδος μακριάς και πολύ φαρδιάς γυναικείας φούστας, που ήταν της μόδας στα μέσα του 19ου αι., με κύριο χαρακτηριστικό το κωδωνοειδές σχήμα που το έδινε ένα εσωτερικό υποστήριγμα από οριζόντια και κάθετα χαλύβδινα ελάσματα.

[ιταλ. crinolino `βαμβακερό ύφασμα για κατασκευή κρινολίνων΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go