Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κράσπεδο
1 item total
κράσπεδο το [kráspeδo] Ο42 : το ακραίο τμήμα του πεζοδρομίου προς την πλευρά του δρόμου. || (μτφ.): Mε το πέρασμα του Ελλησπόντου ο M. Aλέξανδρος άγγιξε τα κράσπεδα του περσικού κράτους.

[λόγ. < αρχ. κράσπεδον `άκρη φορέματος, χώρας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go