Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κουρούνα η [kurúna] Ο25 : είδος πουλιού που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το κοράκι, είναι μικρότερο σε μέγεθος και έχει μαύρο γυαλιστερό φτέρωμα.
[μσν. κουρούνα < αρχ. κορών(η) μεταπλ. -α ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [n] )]



