Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
112 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόλαφος ο [kólafos] Ο19 : (λόγ.) 1. χαστούκι1. 2. λόγος ή πράξη που προσβάλλει βαρύτατα, θίγει ή εξευτελίζει· χαστούκι2: H αποκάλυψη των σκανδάλων αποτελεί βαρύτατο κόλαφο κατά της κυβερνήσεως.
[λόγ.: 1: αρχ. κόλαφος· 2: σημδ. γαλλ. soufflet, gifle]
- κολέγιο το [koléjio] Ο40 : 1α. εκπαιδευτικό ίδρυμα μέσης ή ανώτερης βαθμίδας, κυρίως σε χώρες της δυτικής Ευρώπης και στις HΠA. || Mπλούζα κολεγίου. β. ονομασία διάφορων ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων στοιχειώδους ή μέσης βαθμίδας. 2. (ειρ.) για χώρο ομαδικής διαβίωσης, όπου επικρατούν συνθήκες μεγάλης άνεσης και ελευθερίας, όπου έχουν χαλαρώσει τα αυστηρά μέτρα πειθαρχίας: ~ έχει γίνει ο στρατός.
[λόγ. < αγγλ. college (στη σημ. 1) < λατ. colleg(ium) `αδελφότητα, εταιρεία΄ -ιον κατά τη μορφή της λατ. λ.]
- κολεγιόπαιδο το [kolejiópeδο] Ο41 : σπουδαστής κολεγίου, συνήθ. ειρωνικά για νεαρό με εμφάνιση και συμπεριφορά καθώς πρέπει, αρκετά όμως επιτηδευμένη.
[λόγ. κολεγιόπαις < κολέγι(ον) -ο- + αρχ. παῖς με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αρχ. παῖς > παιδί]
- κόλεϊ το [kólei] Ο (άκλ.) : ράτσα μεγαλόσωμων σκοτσέζικων τσοπανόσκυλων με μακρύ τρίχωμα· λάση.
[λόγ. < αγγλ. collie, colley]
- κολεκτίβα η [kolektíva] Ο25α : γενικός χαρακτηρισμός μονάδων εργασίας στο σοσιαλιστικό σύστημα, στις οποίες εκλείπει η ατομική ιδιοκτησία, οι άνθρωποι παράγουν ανάλογα με τις ικανότητές τους και καταναλώνουν ανάλογα με τις ανάγκες τους.
[λόγ. < ρωσ. kolektiv (στη νέα σημ.) -α < λατ. collectivus `συνολικός΄]
- κολεκτιβισμός ο [kolektivizmós] Ο17 : κοινωνικοοικονομικό σύστημα που αποδέχεται το θεσμό της κολεκτίβας.
[λόγ. < γαλλ. collectivisme < collectif (κατά τη ρωσ. σημ.: δες κολεκτίβα) -isme = -ισμός]
- κολεξιόν η [koleksxón] Ο (άκλ.) : το σύνολο του έργου ενός δημιουργού μόδας, όπως παρουσιάζεται κατά σεζόν: Aνοιξιάτικη / καλοκαιρινή ~.
[λόγ. < γαλλ. collection]
- κολεόπτερα τα [koleóptera] Ο40 : (ζωολ.) τάξη εντόμων με κύριο χαρακτηριστικό δύο ζεύγη από ανόμοια φτερά, από τα οποία τα μπροστινά είναι σκληρά και κατά την ανάπαυση καλύπτουν τα πίσω, που είναι μεμβρανώδη.
[λόγ. < νλατ. coleoptera (στη νέα σημ.) < αρχ. κολεόπτερα `με φτερά σε θήκη΄]
- κολεός ο [koleós] Ο17 : 1. (ανατ.) ο κόλπος της γυναίκας, καθώς και άλλων θηλυκών ζώων. 2. (ζωολ.) το έλυτροβ. 3. (βοτ.) α. στα αγρωστοειδή φυτά, η πεπλατυσμένη βάση των φύλλων που περιβάλλει ένα τμήμα του βλαστού. β. γένος φυτών της οικογένειας των χειλανθών.
[λόγ.: 2: αρχ. κολεός `θήκη, θηκάρι΄· 1: σημδ. γαλλ. fourreau, vagin· 3α: σημδ. γαλλ. vaginelle· 3β: νλατ. coleus (στη νέα σημ.) < αρχ. κολεός]
- κόλιαντρο το [kólandro] Ο41 : ετήσιο αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται και στη μαγειρική ως μπαχαρικό.
[μσν. κολίαντρον < ελνστ. κολίανδρον < κορίανδρον (προφ. [nd] ) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και μετακ. τόνου με βάση το συντετμημένο ελνστ. τ. κόριον (αρχ. κορίαννον)]