Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κλωβός
1 item total
κλωβός ο [klovós] Ο17 : ειδική περίφρακτη κατασκευή. || (ναυτ.) ~ έλικας, ο χώρος μέσα στον οποίο περιστρέφεται η έλικα του πλοίου. ~ φάρου, το ανώτατο τμήμα του, στο οποίο υπάρχουν τα φωτιστικά μηχανήματα.

[λόγ. < αρχ. κλωβός `κλουβί΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go