Dictionary of Standard Modern Greek
| 214 items total [101 - 110] | << First < Previous Next > Last >> |
- κεραμικός -ή -ό [keramikós] Ε1 : 1. για αντικείμενα που είναι κατασκευασμένα από ψημένο πηλό: Kεραμικά προϊόντα. Kεραμικά πλακάκια / δάπεδα. Kεραμικά πιάτα. ~ διάκοσμος. || (ως ουσ., συνήθ. πληθ.) το κεραμικό, αντικείμενο κατασκευασμένο από ψημένο πηλό. 2. που έχει σχέση με την κατασκευή κεραμικών αντικειμένων: Kεραμική τέχνη. || (ως ουσ.) η κεραμική, η τέχνη της κατασκευής κεραμικών αντικειμένων: Στις ελεύθερες ώρες του ασχολείται με την κεραμική. Είδη κεραμικής. || H ελληνική κεραμική του 18ου αι., το σύνολο των ελληνικών κεραμικών αντικειμένων.
[λόγ. < αρχ. κεραμικός, κεραμική ἡ]
- κεραμίστας ο [keramístas] Ο3 θηλ. κεραμίστρια [keramístria] Ο27 : καλλιτέχνης που ασχολείται με την κεραμική.
[κεραμ(ική) -ίστας· λόγ. κεραμίσ(τας) -τρια]
- κεραμο- [
eramo] & κεραμ- [ eram], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις συνήθ. με λόγιας προέλευσης β' συνθετικό, σε περίπτωση που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο. I. δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στο ουσιαστικό κεραμίδι1: ~σκεπής· ~σκεπή. || με αναφορά στα κεραμίδια ή στα τούβλα: ~ποιία, κεραμουργία· ~ποιός· (πρβ. κεραμιδο-). 2. γενικά στα πήλινα αντικείμενα: ~γραφία. II. για την απόδοση ξένης λέξης που γενικά υπαινίσσεται κεραμικό υλικό: ~μέταλλο. [λόγ. < ελνστ. κεραμ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. κέραμο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. κεραμ-ουργός `κεραμοποιός΄]
- κεραμοποιείο το [keramopiío] Ο39 : εργοστάσιο κατασκευής κεραμιδιών και τούβλων.
[λόγ. κεραμο- + -ποιείον]
- κεραμοποιία η [keramopiía] Ο25 : βιομηχανία κατασκευής κεραμιδιών και τούβλων.
[λόγ. κεραμο- + -ποιία]
- κεραμοποιός ο [keramopiós] Ο17 : τεχνίτης που κατασκευάζει κεραμίδια και τούβλα.
[λόγ. < ελνστ. κεραμοποιός]
- κέραμος η [kéramos] Ο36 : (λόγ.) κεραμίδι, μόνο στη ΦΡ λίθοι*, πλίνθοι, κέραμοι
[λόγ. < αρχ. κέραμος `πηλός, κεραμίδι΄]
- κεραμοσκεπή η [keramoskepí] Ο29 : σκεπή από κεραμίδια.
[λόγ. κεραμο- + σκεπή]
- κεραμοσκεπής -ής -ές [keramoskepís] Ε10 : για οικοδόμημα του οποίου η στέγη καλύπτεται από κεραμίδια: ~ ναός. ~ βασιλική. || ~ στέγη.
[λόγ. κεραμο- + -σκεπής]
- κεραμουργείο το [keramurjío] Ο39 : η κεραμοποιία.
[λόγ. < ελνστ. κεραμουργ(ός) `κεραμοποιός΄ -είον]



