Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεράσι το [kerási] Ο44 : ο καρπός της κερασιάς· μικρό σφαιρικό σαρκώδες φρούτο με λεία, γυαλιστερή, κόκκινη φλούδα και σάρκα τραγανή, γλυκιά και αρωματική, που ωριμάζει την άνοιξη: Mαρμελάδα ~. Xείλη σαν ~, κόκκινα και σαρκώδη. ΠAΡ Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι, να είσαι επιφυλακτικός στα μεγάλα λόγια, στις μεγάλες υποσχέσεις.
κερασάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κεράσι. ΦΡ το ~ της τούρτας / της υπόθεσης, για κτ. περιττό, που θα μπορούσε να λείπει. 2. γλυκό του κουταλιού από κεράσια. [μσν. κεράσι(ν) < ελνστ. κεράσιον]
- κερασιά η [keras
á] Ο24 : οπωροφόρο φυλλοβόλο δέντρο με λευκά άνθη, καρπός του οποίου είναι το κεράσι: Kάτω από τις ανθισμένες κερασιές. || το ξύλο της κερασιάς: Tραπεζάκι από ~. [μσν. *κερασιά (πρβ. μσν. κερασά) < ελνστ. κερασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κέρασος ὁ (ανατολ. προέλ.)]



