Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κελευστής
1 item total
κελευστής ο [kelefstís] Ο7 : (στρατ.) βαθμός υπαξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, ανώτερος από το δόκιμο κελευστή και κατώτερος από τον επικελευστή, αντίστοιχος με το λοχία του στρατού ξηράς: ~ ΕΠY, εθελοντής πενταετούς υποχρέωσης. || Δόκιμος ~, ο κατώτερος βαθμός υπαξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, αμέσως κατώτερος από τον κελευστή, αντίστοιχος με το δεκανέα του στρατού ξηράς. || βαθμός υπαξιωματικού του λιμενικού σώματος, αμέσως κατώτερος από τον επικελευστή.

[λόγ. < αρχ. κελευστής `ναύκληρος που έδινε το πρόσταγμα στους κωπηλάτες΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go