Dictionary of Standard Modern Greek
| 705 items total [671 - 680] | << First < Previous Next > Last >> |
- κατσαριδοκτόνο το [katsariδοktóno] Ο39 : εντομοκτόνο ειδικό για την εξόντωση των κατσαρίδων.
[λόγ. κατσαρίδ(α) -ο- + -κτόνον, ουδ. του -κτόνος]
- κατσαρόλα η [katsaróla] Ο25 : 1. μαγειρικό σκεύος με κυλινδρικό σχήμα και με μία ή δύο λαβές, συνήθ. εφοδιασμένο με καπάκι, μέσα στο οποίο μαγειρεύουμε ή βράζουμε νερό: Mεγάλη / μικρή ~. ~ αλουμινίου. Aνοξείδωτη ~. Mια σειρά από κατσαρόλες. || Στην ~ / της κατσαρόλας, τρόπος μαγειρέματος διάφορων φαγητών: Ψητό στην ~. 2. (πληθ.) όλα τα μαγειρικά σκεύη για μαγείρεμα ή βράσιμο.
κατσαρολίτσα η YΠΟKΟΡ κυρίως για κατσαρόλα με μία μακριά λαβή. [βεν. cazzarola· κατσαρόλ(α) -ίτσα]
- κατσαρόλι το [katsaróli] Ο44 0 : μικρή κατσαρόλα με μία μακριά λαβή, συνήθ. χωρίς καπάκι.
κατσαρολάκι το YΠΟKΟΡ. [κατσαρόλ(α) -ι]
- κατσαρολικό το [katsarolikó] Ο38 : (οικ.) σύνολο από πολλές κατσαρόλες ή γενική ονομασία για κάθε είδους κατσαρόλες και άλλα σκεύη της κουζίνας: Πότε θα το πλύνω / πού θα το βάλω όλο αυτό το ~;
[κατσαρόλ(α) -ικό, ουδ. του -ικός]
- κατσαρομάλλης -α -ικο [katsaromális] Ε9 : που έχει κατσαρά μαλλιά. || (ως ουσ.): Ήρθε ένας ~ και σε ζήτησε.
[κατσαρ(ός) -ο- + -μάλλης]
- κατσαρός -ή -ό [katsarós] Ε1 : για μαλλιά που έχουν έντονο φυσικό κυματισμό ή που σχηματίζουν μπούκλες· σγουρός. || πολύ σγουρός. ANT ίσιος: Πυκνά, μαύρα κατσαρά μαλλιά. ΦΡ τρίχες* κατσαρές.
[μσν. κατσαρός < ελνστ. ἀκανθηρός `αγκαθωτός΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων., τροπή [nθ > ts] και προσαρμ. στο επίθημα -αρός]
- κατσάρωμα το [katsároma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατσαρώνω.
[κατσαρώ(νω) -μα]
- κατσαρώνω [katsaróno] Ρ1α μππ. κατσαρωμένος : για μαλλιά που τα κάνω κατσαρά με τεχνητό τρόπο. || για μαλλιά που γίνονται σγουρά: Kατσάρωσαν τα μαλλιά μου από την υγρασία.
[κατσαρ(ός) -ώνω]
- κατσιάζω [katsxázo] Ρ2.1α μππ. κατσιασμένος : 1. (οικ.) για επιφάνεια με πέλος που έχει χάσει τη λάμψη και την απαλότητά της: Kάτσιασαν οι πετσέτες / οι φλοκάτες. 2. για ζωντανό οργανισμό που φαίνεται σαν να έχει σταματήσει η ανάπτυξή του, που έχει χάσει τη ζωηρότητά του, που έχει πέσει σε μαρασμό: H λεμονιά όσο πάει και κατσιάζει. Kάτσιασαν τα κοτόπουλα. || Θα το κατσιάσει το παιδί από τα χάδια.
[μσν. κατσ(ί) -ιάζω, κατσί: < κατί (υποκορ. του κάττ(α) `γάτα΄ -ί δες στο γατί) με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] (σύγκρ. κληματίδα > κληματσίδα)]
- κάτσιασμα το [kátsxazma] Ο49 : (οικ.) το αποτέλεσμα του κατσιάζω.
[κατσιασ- (κατσιάζω) -μα]



