Dictionary of Standard Modern Greek
| 705 items total [651 - 660] | << First < Previous Next > Last >> |
- κάτοχος ο [kátoxos] Ο19 θηλ. κάτοχος [kátoxos] Ο36 : 1. αυτός που έχει κτ. στην κατοχή του, στην εξουσία του, που είναι ιδιοκτήτης ενός πράγματος: Είναι ~ μεγάλης περιουσίας. Οι πινακίδες θα επιστραφούν στους κατόχους τους. Ο ~ του IX αυτοκινήτου
Οι κάτοχοι αδειών ταξί. || ~ τριών πτυχίων. || Ο ΠAΟK είναι ~ του τίτλου. 2. αυτός που είναι πολύ καλός γνώστης ενός πράγματος: Είναι ~ τριών ξένων γλωσσών.
[λόγ. < ελνστ. κάτοχος, αρχ. σημ.: `κατεχόμενος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- κατοχυρώνω [katoxiróno] -ομαι Ρ1 : εξασφαλίζω κτ. ή κπ. από διεκδίκηση τρίτου, καταστροφή, εξαφάνιση, καταστρατήγηση κτλ.: Πρέπει να κατοχυρώσουμε το δημοκρατικό μας πολίτευμα από κάθε επιβουλή. Mε το νομοσχέδιο κατοχυρώνονται τα δικαιώματα της μειοψηφίας. Πώς μπορώ να κατοχυρωθώ; Mε το προσύμφωνο μόνο, δεν είσαι κατοχυρωμένος. Tο κράτος κατοχυρώνει νομικά την προστασία των μνημείων. || (επέκτ.): Πρέπει να κατοχυρώσω τη θέση μου. Θέλω να κατοχυρώσω τα μαθήμα τα που πέρασα τον Iούνιο. || (μτφ.): Aπό τη στιγμή που ξεκαθάρισα τις απόψεις μου, είμαι κατοχυρωμένος απέναντί του.
[λόγ. < μσν. κατοχυρ(ώ) -ώνω < κατ(α)- οχυρώ]
- κατοχύρωση η [katoxírosi] Ο33 : η εξασφάλιση με νομικά μέσα ενός πράγματος, η προστασία ενός δικαιώματος από διεκδίκηση τρίτου, καταστρατήγηση, καταστροφή, εξαφάνιση κτλ.: Διεκδικούν τη θεσμική ~ των κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων. Επαγγελματική ~. Nομική ~. || ~ βαθμολογίας, σε εξετάσεις, η διατήρηση του βαθμού για την επόμενη ή για τις επόμενες εξεταστικές περιόδους.
[λόγ. κατοχυρω- (δες κατοχυρώνω) -σις > -ση]
- κάτοψη η [kátopsi] Ο33 : (αρχιτ.) σχέδιο που αναπαριστά σε οριζόντια τομή ένα οικοδόμημα, ένα μηχάνημα, μια κατασκευή κτλ.: Όψεις, κατόψεις, τομές. Bλέπουμε το κτίριο σε ~. || Εκκλησία με ορθογωνική ~.
[λόγ. < ελνστ. κάτοψις `όραση΄ (-σις > -ση)]
- κατρακύλα η [katrakíla] Ο25α : 1. απότομη και ανώμαλη πτώση σε μια κατηφορική επιφάνεια: Πήρε μια ~! 2. (μτφ., προφ.) οικονομικός ή ηθικός ξεπεσμός. (έκφρ.) παίρνω την ~.
[κατρακυλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]
- κατρακύλι το [katrakíli] Ο44α : ξύλινο ή μεταλλικό στεφάνι που το κυλούσαν τα παιδιά, καθώς το έσπρωχναν με μια βέργα, για να παίξουν· τσέρκι2.
[μσν. κατρακύλι < κατρακυλ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: κυνηγώ - κυνήγι]
- κατρακύλισμα το [katrakílizma] & κατρακύλημα το [katrakílima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατρακυλώ, συνήθ. μτφ., η ραγδαία μείωση, η πτώση σε κατώτερο επίπεδο: Tο ~ της λίρας / των μετοχών.
[κατρακυλ(ώ) -ισμα· κατρακυλη- (κατρακυλώ) -μα]
- κατρακυλώ [katrakiló] & -άω Ρ10.1α : 1α. για απότομη και ανώμαλη πτώ ση με συνεχείς ανατροπές σε μια κατηφορική επιφάνεια: Kατρακύλησε μια πέτρα. Mεγάλοι βράχοι κατρακυλούσαν στην πλαγιά του βουνού. || Tο αυτοκίνητο κατρακύλησε στον γκρεμό. || Kατρακύλησα τις σκάλες, τις κατέβηκα πολύ γρήγορα. Kατρακύλησα από τη σκάλα, έπεσα και χτύπησα. β. (σπάν.) κάνω κτ. να κατρακυλήσει: Tο πήγε μέχρι την πόρτα κατρακυλώντας το. 2. (μτφ.) α. για κτ. που υφίσταται ραγδαία μείωση ή πτώση: Kατρακυλούν οι τιμές. Ο χρυσός κατρακυλά στις αγορές της δυτικής Ευρώπης. β. για ηθική κατάπτωση: Kατρακύλησε στο βούρκο.
[μσν. *κατρακυλώ (πρβ. μσν. κατρακύλι) < ελνστ. κατακυλίω `κυλώ προς τα κάτω΄ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κατακυλισ- ίσως με προληπτική ανάπτ. [l] : *κατλακυλώ και ανομ. υγρών [l-l > r-l] ]
- κατράμι το [katrámi] Ο44 : (οικ.) ρευστή πίσσα, προϊόν αποστάξεως ρητινούχων ξύλων: Mαύρος σαν ~, και με επίταση μαύρος ~.
[ιταλ. catra m(e) -ι < αραβ. qatrā (πρβ. τουρκ. katran (< αραβ.) > διαλεκτ. κατράνι)]
- κατράμωμα το [katrámoma] Ο49 : η ενέργεια του κατραμώνω· επάλειψη με κατράμι, με πίσσα.
[κατραμώ(νω) -μα]



