Dictionary of Standard Modern Greek
| 705 items total [241 - 250] | << First < Previous Next > Last >> |
- καταναλωτισμός ο [katanalotizmós] Ο17 : η τάση που χαρακτηρίζει τους πολίτες της καταναλωτικής κοινωνίας, να αυξάνουν συνεχώς την κατανάλωση αγαθών για να ικανοποιούν πλασματικές ανάγκες.
[λόγ. καταναλωτ(ής) -ισμός μτφρδ. αγγλ. consumerism]
- καταναυμάχηση η [katanavmáxisi] Ο33 : η ενέργεια του καταναυμαχώ: H ~ του περσικού στόλου από τους Έλληνες στη Σαλαμίνα.
[λόγ. καταναυμαχη- (καταναυμαχώ) -σις > -ση]
- καταναυμαχώ [katanavmaxó] -ούμαι Ρ10.9 : νικώ ολοκληρωτικά τον εχθρό σε ναυμαχία.
[λόγ. < αρχ. καταναυμαχῶ]
- κατανεμημένος -η -ο [katanemiménos] Ε3 μππ. του κατανέμω : που έχει κατανεμηθεί. 1. που έχει διαμοιραστεί με ακρίβεια, με μεθοδικό τρόπο: Tο ποσό του δανείου ήταν κατανεμημένο σε δέκα μηνιαίες δόσεις. 2. που είναι χωρισμένος σε ομάδες ή σε μέρη και εγκατεστημένος ή τοποθετημένος σε καθορισμένο χώρο: Ο αστικός πληθυσμός δεν είναι σωστά ~ στον ελλαδικό χώρο. Άνδρες και άρματα κατανεμημένα σε επίκαιρες θέσεις.
κατανεμημένα ΕΠIΡΡ: Έτσι ~ η περιουσία δεν ευνοεί κανέναν. [λόγ. μππ. του κατανέμω]
- κατανεμητής ο [katanemitís] Ο7 : όργανο ή συσκευή σε ηλεκτρονική εγκατάσταση, που κατανέμει κτ.: ~ τηλεφωνικού κέντρου, που συνδέει τις γραμμές των συνδρομητών με τους αντίστοιχους αριθμούς στο κέντρο. ~ κεραίας, που κατανέμει το τηλεοπτικό σήμα στις συσκευές τηλεοράσεως.
[λόγ. κατανέμ(ω) -ητής απόδ. γαλλ. distributeur ή αγγλ. distributor]
- κατανέμω [katanémo] -ομαι Ρ αόρ. κατένειμα, απαρέμφ. κατανείμει, παθ. αόρ. κατανεμήθηκα, απαρέμφ. κατανεμηθεί, μππ. κατανεμημένος* : 1. διαμοιράζω κτ. με ακρίβεια, με μεθοδικό τρόπο ή και με τη χρήση τεχνικών μέσων: Tα χρήματα κατανεμήθηκαν μεταξύ των δικαιούχων. ~ το ποσό του δανείου σε έξι ετήσιες δόσεις. H διδακτέα ύλη θα κατανεμηθεί σε δύο εξάμηνα. ~ καθήκοντα και ευθύνες. 2. χωρίζω ένα σύνολο ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων σε ομάδες ή σε μέρη και τα εγκαθιστώ ή τα τοποθετώ σε καθορισμένο χώρο: Ο στρατηγός κατένειμε τους άνδρες και τα άρματα σε επίκαιρες θέσεις.
[λόγ. < αρχ. κατανέμω]
- κατάνευση η [katánefsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του κατανεύω, απλή κίνηση του κεφαλιού προς τα κάτω σε ένδειξη συγκατάθεσης, έγκρισης.
[λόγ. < ελνστ. κατάνευ(σις) -ση]
- κατανεύω [katanévo] Ρ αόρ. κατένευσα, απαρέμφ. κατανεύσει : (λόγ.) κινώ το κεφάλι προς τα κάτω για να δηλώσω τη συγκατάθεσή μου, τη συναίνεσή μου: Όταν ρωτήθηκε αν συμφωνεί, εκείνος κατένευσε.
[λόγ. < αρχ. κατανεύω]
- κατανίκηση η [kataníkisi] Ο33 : η ενέργεια του κατανικώ, ολοκληρωτική νίκη, απόλυτη επιτυχία στην αντιμετώπιση κάποιας δύσκολης κατάστασης: ~ του φόβου / του μίσους. ~ των προκαταλήψεων.
[λόγ. κατανικη- (κατανικώ) -σις > -ση]
- κατανικώ [katanikó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : νικώ κπ. ολοκληρωτικά, κυρίως μτφ., αντιμετωπίζω με απόλυτη επιτυχία κτ. που με απασχολεί, που με βασανίζει: Ήρωας γίνεται αυτός που κατορθώνει να κατανικήσει το φόβο και τη δειλία. Kατανίκησε όλες τις δυσκολίες. Tα πάθη δεν κατανικώνται εύκολα.
[λόγ. < αρχ. κατανικῶ]



