Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κατανοώ [katanoó] -ούμαι Ρ10.9 : καταλαβαίνω κτ. ή κπ. πολύ καλά. α. καταλαβαίνω το νόημα μιας λέξης, ενός συλλογισμού, ενός κειμένου κτλ.: H θεωρία του είναι δύσκολο να κατανοηθεί. β. αντιλαμβάνομαι τα κίνητρα, τις σκοπιμότητες ή τις αιτίες μιας ενέργειας, μιας συμπεριφοράς: ~ απόλυτα τους λόγους της παραίτησής του / της άρνησής του / της οργής του. Σε ~ και σε δικαιολογώ. γ. παραδέχομαι, συνειδητοποιώ κτ.: Ελπίζω να κατανοήσει την πλάνη του.
[λόγ. < αρχ. κατανοῶ]



