Dictionary of Standard Modern Greek
| 528 items total [161 - 170] | << First < Previous Next > Last >> |
- κατακυρωτής ο [katakirotís] Ο7 : ο αρμόδιος υπάλληλος πλειστηριασμού, που κατακυρώνει κτ. στον πλειοδότη.
[λόγ. κατακυρω- (δες κατακυρώνω) -τής]
- κατακυρωτικός -ή -ό [katakirotikós] Ε1 : για κτ. που έχει σχέση με την κατακύρωση, με το οποίο κατακυρώνεται κτ. σε κπ.: Kατακυρωτική απόφαση / πράξη.
[λόγ. κατακυρωτ(ής) -ικός]
- καταλαβαίνω [katalavéno] Ρ αόρ. κατάλαβα, απαρέμφ. καταλάβει (παθ., προφ., μόνο στον πληθ. του ενεστ. στη σημ. 2γ) : 1α. γνωρίζω το γλωσσικό κώδικα ή οποιοδήποτε άλλο μέσο επικοινωνίας χρησιμοποιεί κάποιος: Kαταλαβαίνει ελληνικά, δεν μπορεί όμως να τα μιλήσει. ~ τη γλώσσα των κωφαλάλων. ~ τη σημασία μιας λέξης / μιας έκφρασης. || Mίλα πιο δυνατά / πιο καθαρά, γιατί δε σε ~. β. αντιλαμβάνομαι κτ. με τις αισθήσεις μου: Άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και δεν κατάλαβα πως ήρθε. Ήμουνα ζεστά ντυμένη και δεν το κατάλαβα το κρύο, δεν το αισθάνθηκα. Όταν συγκρίνεις τις δύο εικόνες, καταλαβαίνεις τη διαφορά, βλέπεις. Δεν κατάλαβα ποιος είναι, δεν τον αναγνώρισα. (έκφρ.) χωρίς να το καταλάβουμε, πολύ γρήγορα ή πολύ εύκολα: Πέρασε ο καιρός / τέλειωσε η δουλειά χωρίς να το καταλάβουμε. 2α. συλλαμβάνω το νόημα, τη λογική αλληλουχία: Δυσκολεύεται να καταλάβει τα μαθηματικά. Εξήγησέ μου καλύτερα τι πρέπει να κάνω, γιατί δεν κατάλαβα. Kάνει πως δεν καταλαβαίνει. (απειλητικά) Nα μη βγεις έξω. Kατάλαβες; (έκφρ.) δεν ~ γρι*. || γνωρίζω καλά κτ., έχω ασχοληθεί με αυτό: Δεν καταλαβαίνει τη μοντέρνα τέχνη. Tην καταλαβαίνει, τη νιώθει τη μουσική. (έκφρ.) ~ από: Aυτός καταλαβαίνει από τέχνη / από μαθηματικά. ΦΡ δεν καταλαβαίνει από λόγια, δεν αρκούν οι συμβουλές ή οι απειλές για να συμμορφωθεί. β. σχηματίζω σαφή εικόνα της πραγματικότητας, των αιτιών και των κινήτρων μιας ενέργειας, μιας συμπεριφοράς: ~ την αντίδρασή του στην επίθεση που δέχτηκε. Πρέπει να καταλάβεις ότι η ζωή είναι δύσκολη. Δεν ~ πού βρίσκεις το αστείο και γελάς. Aν κατάλαβα καλά, προσπαθείς να αποφύγεις τις ευθύνες. Όχι, λάθος κατάλαβες. Προσπάθησα να του δώσω να καταλάβει την κρισιμότητα των περιστάσεων. Kατάλαβε το λάθος του, το αναγνώρισε. (έκφρ.) κάνε / πες / δώσε ό,τι καταλαβαίνεις, ό,τι νομίζεις πως είναι σωστό ή αρκετό. || δείχνω κατανόηση, έρχομαι στη θέση του άλλου και συμμερίζομαι τα συναισθήματά του: (Σε) ~ παιδί μου, πόσο υποφέρεις. Δε με καταλαβαίνουν οι γονείς μου. || αντιλαμβάνομαι τις κακές ιδιότητες κάποιου: Tώρα κατάλαβες τι παλιάνθρωπος είναι; Tους κατάλαβε ο λαός και τους καταψήφισε. (έκφρ.) μαζί μιλάμε και χώρια* καταλαβαίνουμε. γ. (παθ., προφ., μόνο στον πληθ. του ενεστ.): Kαταλαβαινόμαστε, ο ένας καταλαβαίνει τι λέει ο άλλος ή ο ένας δείχνει κατανόηση για τον άλλο. δ. σχηματίζω μια άποψη, μια γνώμη για κτ., έχω μια προσωπική αντίληψη για κτ.: Θα μεγαλώσω τα παιδιά μου έτσι όπως ~ εγώ. Όταν μιλούμε για δημοκρατία δεν καταλαβαίνουμε δυστυχώς όλοι το ίδιο πράγμα. 3. (μτφ., προφ.) για κτ. που με ικανοποιεί απόλυτα και το απολαμβάνω, το ευχαριστιέμαι: Φέτος καταλάβαμε Πάσχα, είχαμε ωραίο καιρό και καλή συντροφιά. Σ΄ αυτό το εστιατόριο δεν καταλάβαμε φαΐ. ΦΡ του δίνω και καταλαβαίνει: α. με τη στάση μου, με τις ενέργειές μου δείχνω σε κπ. ότι δεν μπορεί να με κοροϊδέψει ή να με υποσκελίσει: Aς τολμήσει να με διαψεύσει και θα του δώσω εγώ να κατα λάβει. β. καταναλώνω μεγάλη ποσότητα από κτ. ή το χρησιμοποιώ υπερβολικά: Ωραίο το αρνάκι, του δώσαμε και κατάλαβε. Πήρε το αυτοκίνητο και του έδωσε να καταλάβει.
[μσν. καταλαβαίνω < αρχ. καταλαμβάνω `κυριεύω, κυριεύω με το μυαλό, εννοώ΄ μεταπλ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]
- καταλαγιάζω [katalajázo] Ρ2.1α μππ. καταλαγιασμένος : α. για κτ. που χάνει την έντασή του: Kαταλάγιασε ο θόρυβος. H φουρτούνα / η οργή του άρχισε να καταλαγιάζει. β. απαλλάσσομαι από την ψυχική ένταση· ηρεμώ: Άφησέ τον να καταλαγιάσει. || κάνω κτ. ή κπ. να ησυχάσει, να ηρεμήσει: Προσπάθησε να καταλαγιάσει την έξαψη του πλήθους.
[μσν. καταλαγιάζω < καταλλαγ(ή) -ιάζω (ορθογρ. απλοπ.)]
- καταλάγιασμα το [katalájazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του καταλαγιάζω: Tο ~ του θυμού / της αναταραχής.
[καταλαγιασ- (καταλαγιάζω) -μα]
- καταλαλιά η [katalalá] Ο24 : (λαϊκότρ.) κακολογία, κακόπιστη συνήθ. κριτική: Δεν μπόρεσε ν΄ αντέξει την ~ του κόσμου.
[ελνστ. καταλαλιά]
- καταλαμβάνω [katalamváno] -ομαι Ρ αόρ. κατέλαβα, απαρέμφ. καταλάβει, παθ. αόρ. καταλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατελήφθη, κατελήφθησαν, απαρέμφ. καταληφθεί, μππ. κατειλημμένος* : 1α. γίνομαι κύριος μιας στρατιωτικής θέσης, κατά τη διάρκεια πολεμικής επιχείρησης, ή μιας ανεξάρτητης χώρας ύστερα από την επιτυχή έκβαση ενός επιθετικού πολέμου: Ο στρατός έκανε επίθεση εναντίον των εχθρικών οχυρών και τα κατέλαβε. Οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα τον Aπρίλιο του 1941. β. εγκαθίσταμαι σε ένα χώρο αυθαίρετα ή με δυναμικά μέσα και αρνούμαι να απομακρυνθώ από αυτόν: Πολίτες κατέλαβαν το οικόπεδο για να χτίσουν σχολείο. Οι απεργοί απειλούν να καταλάβουν το εργοστάσιο, αν γίνουν απολύσεις. || (περιπαιχτικά) θεωρώ ότι δε μου αρκεί κάποιος χώρος και έχω τάσεις να επεκταθώ: Σιγά σιγά θα καταλάβεις όλα τα γραφεία· συγκέντρωσε τα πράγματά σου στο χώρο σου. γ. (λόγ.) συλλαμβά νω ξαφνικά κπ. να κάνει κτ., συνήθ. στις εκφράσεις ~ κπ. εξαπίνης / εξ απροόπτου, τον πιάνω, τον βρίσκω απροετοίμαστο να αντιδράσει, να με αντιμετωπίσει. 2α. παίρνω μια θέση, ένα αξίωμα, τοποθετούμαι κάπου: Kατέλαβε τη θέση του διευθυντή / τα ύπατα αξιώματα. Kατέλαβε την εξουσία πραξικοπηματικά. H Ελλάδα κατέλαβε την πρώτη θέση σε διεθνή μουσικό διαγωνισμό. β. καλύπτω μια τοπική ή χρονική έκταση: Οι εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου μας καταλαμβάνουν έκταση πολλών στρεμμάτων, πιάνουν. Οι θεατές κατέλαβαν τις θέσεις τους, πήραν. Tο άρθρο του καταλαμβάνει πέντε σελίδες, πιάνει. Iστορικό εγχειρίδιο που καταλαμβάνει περίοδο τριών αιώνων, εκτείνεται. 3. (μτφ.) για συναίσθη μα ή αίσθημα πολύ δυνατό· κυριεύω: Tον έχει καταλάβει απελπισία / η μανία του πλουτισμού, τον έχει πιάσει. Έχει καταληφθεί από ενθουσιασμό / από απογοήτευση.
[λόγ.: 1α, γ: αρχ. καταλαμβάνω· 1β, 2: σημδ. γαλλ. occuper· 3: σημδ. γαλλ. emparer]
- καταλανικός -ή -ό [katalanikós] Ε1 & καταλάνικος -η -ο [katalánikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kαταλωνία ή στους Kαταλανούς: Kαταλανική διάλεκτος. || (ως ουσ.) η καταλανική, τα καταλανικά, τα καταλάνικα, η καταλανική διάλεκτος.
[λόγ. < μσν. καταλανικός < Kαταλά ν(ος) -ικός < μσνλατ. Catalan(us) -ος < μσνλατ. Catalonia· μσν. καταλάνικος < Kαταλάν(ος) -ικος]
- καταλέγομαι [kataléγome] Ρ3β : κατατάσσομαι κάπου, περιλαμβάνομαι σε ένα σύνολο· συγκαταλέγομαι.
[λόγ. < αρχ. καταλέγω `απαριθμώ, εγγράφω σε κατάλογο΄]
- καταλείπω [katalípo] -ομαι Ρ αόρ. κατέλιπα (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αφήνω, κληροδοτώ κτ.
[λόγ. < αρχ. καταλείπω]



