Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καπνογόνο
1 item total
καπνογόνος -ος / -α -ο [kapnoγónos] Ε14 : για χημική ουσία ή για μείγμα ουσιών που παράγουν καπνό και που χρησιμοποιούνται κυρίως από το στρατό ή από την αστυνομία, αμυντικά ως προπέτασμα ή επιθετικά για να πετύχουν την παράδοση ή την υποχώρηση του αντιπάλου: Kαπνογόνες οβίδες. Kαπνογόνα αέρια. || (ως ουσ.) τα καπνογόνα, καπνογόνα αέρια: H αστυνομία έκανε χρήση καπνογόνων και δακρυγόνων για να διαλύσει τους διαδηλωτές.

[λόγ. καπνο- 1 + -γόνος μτφρδ. γαλλ. fumigène]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go