Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- καναδέζικος -η -ο [kanaδézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Kαναδέζους ή στον Kαναδά ή που προέρχεται από αυτόν· καναδι κός: Kαναδέζικες λίμνες. ~ κινηματογράφος.
[Καναδέζ(ος) -ικος < ιταλ. Canad(ese) -έζος]



