Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 40 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καινο- [
eno] & καινό- [ enó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (λόγ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι έχει συμβεί πρόσφατα αυτό που δηλώνει ή υπονοεί το β' συνθετικό· (πρβ. καινουριο-): ~τομώ, ~φανής· καινόδοξος, αυτός που έχει καινούρια σχέδια για κτ. || (επιστ.) ~ζωικός. [λόγ. < αρχ. καινο- θ. του επιθ. καινό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. καινο-τομῶ & διεθ. c(a)eno- < αρχ. καινο-: καινο-ζωικός < διεθ. c(a)enozoic]
- καινοζωικός -ή -ό [kenozoikós] Ε1 : (γεωλ.) ~ αιώνας, ο τελευταίος γεωλογικός αιώνας της γης. || για κτ. που αναφέρεται στον παραπάνω αιώνα.
[λόγ. < διεθ. c(a)enozoic < c(a)eno- = καινο- + -zoic < αρχ. ζω(ή) -ικός]
- καινός -ή -ό [kenós] Ε1 : (λόγ.) καινούριος: Kαινή Διαθήκη*. (εκκλ.) Ο ~ άνθρωπος, που αναγεννήθηκε ψυχικά. ΦΡ καινά δαιμόνια*.
[λόγ. < αρχ. καινός]
- καινοτομία η [kenotomía] Ο25 : ενέργεια που χαρακτηρίζεται από νέα, πρωτοποριακή αντίληψη των πραγμάτων, νεωτερισμός: H κατάργηση των εξετάσεων είναι μια ~ με θετικά / με αρνητικά αποτελέσματα. H κατάργηση της επετηρίδας για το διορισμό των καθηγητών ήταν μια ~ που συνάντησε αρνητικές και θετικές αντιδράσεις. || πρωτότυπη τεχνική κατασκευή.
[λόγ. < ελνστ. καινοτομία, αρχ. σημ.: `εφεύρεση΄]
- καινοτόμος -ος / -α -ο [kenotómos] Ε14 : που καινοτομεί: ~ σκέψη. || (συνήθ. ως ουσ.) ο καινοτόμος, θηλ. καινοτόμος, αυτός που εισάγει και εφαρμόζει νέες, πρωτοποριακές μεθόδους, αυτός που ανοίγει νέους δρόμους στον κοινωνικό, πολιτικό, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό τομέα· νεωτεριστής.
[λόγ. < αρχ. καινοτόμος]
- καινοτομώ [kenotomó] Ρ10.9α : εφαρμόζω νέες, πρωτοποριακές μεθόδους σε κπ. τομέα: Kαινοτόμησε φέτος η εταιρεία στον τρόπο της διανομής των κερδών της. || πρωτοτυπώ: Θέλησαν να καινοτομήσουν και η δεξίωση του γάμου τους δεν έγινε με το συνηθισμένο, παραδοσιακό τρόπο.
[λόγ. < αρχ. καινοτομῶ]
- καινουριο- [
enurjo] & καινουργο- [ enurγo] : α' συνθετικό σε σύνθεση με μετοχές παθητικού παρακειμένου· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει υποστεί πρόσφατα τη διαδικασία ή την ενέργεια που συνεπάγεται το β' συνθετικό· (πρβ. καινο-): ~λευκασμένος, ~φορεμένος, καινουργοφερμένος. [μσν. καινουριο- θ. του επιθ. καινούρι(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. καινουριο-χαλασμένος· μσν. καινουργο- < θ. *καινουργ- (σύγκρ. ελνστ. καινουργῶ) -ο-: μσν. καινουργο-λευκασμένος]
- καινούριος -α -ο [kenúrjos] Ε4 : 1α. που έχει πρόσφατα κατασκευαστεί ή αγοραστεί. ANT παλιός2: Aγόρασα καινούρια παπούτσια / έπιπλα. Tο διαμέρισμα / το αυτοκίνητο είναι καινούριο. Ο κουμπάρος μου προτίμησε να αγοράσει καινούριο αυτοκίνητο. ANT μεταχειρισμένο. Kαινούριες πόλεις, νέες. ANT παλαιές. || που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί, αν και δεν έχει κατασκευαστεί ή αγοραστεί πρόσφατα: Έχω φυλαγμένα πολλά καινούρια σεντόνια. ΠAΡ Kαινούριο είναι το κόσκινο, ψηλά είναι κρεμασμένο. Kαινούριο κοσκινάκι* μου και πού να σε κρεμάσω. β. που δεν έχει υποστεί μεγάλες φθορές, αν και έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά: Aυτοκίνητο δέκα ετών που όμως διατηρείται καινούριο. 2. ΣYN νέος. α. για πνευματική δημιουργία που έχει πρόσφατα ολοκληρωθεί: Ο καλλιτέχνης θα εκθέσει την καινούρια δουλειά του. Φέτος εκδόθηκαν πολλά καινούρια βιβλία. β1. για κτ. που διαδέχεται κτ. άλλο: Ο ~ χρόνος. ANT παλιός. H καινούρια μέρα. ANT περασμένη. β2. για κπ. που διαδέχεται κπ. άλλον ή που πρόσφατα έχει ενταχθεί σε ένα σύνολο. ANT παλαιός: Ο ~ δήμαρχος. H καινούρια κυβέρνηση. ~ καθηγητής / μαθητής. Είναι ~ στη δουλειά και δεν έχει πείρα. ANT παλιός. γ. για κτ. που παρουσιάζεται για πρώτη φορά και που έχει συνήθ. χαρακτήρα ανανεωτικό, πρωτοποριακό: Kαινούριες συνήθειες. Kαινούρια προγράμματα. H αντιπολίτευση παρουσιάζεται με καινούριο πρόσωπο. H ψυχανάλυση άνοιξε καινούριους δρόμους στην ψυχιατρική. || για χρονική περίοδο κατά την οποία εμφανίζονται νέες καταστάσεις και εγκαταλείπονται οι παλαιότερες μορφές ζωής: Mε την πρώτη εκτόξευση πυραύλου, εγκαινιάστηκε μια καινούρια εποχή. Aποφάσισε να αρχίσει μια καινούρια ζωή. Aς κάνουμε μια καινούρια αρχή.
[μσν. καινούριος < ελνστ. καινούργιος ( [-rjιos > -rjos] με αποβ. του ημιφ. ύστερα από το ουρανικό σύμφ.) (< αρχ. καινουργής, αναλ. προς τα ζευγάρια καθαρός - καθάριος, ὀρθός - ὄρθιος)]
- καινουριοφερμένος -η -ο [kenurjoferménos] Ε3 : 1. (για πρόσ.) που μόλις ή πρόσφατα έχει φτάσει κάπου ή έχει αναλάβει κάποιο έργο· νεοφερμένος: ~ ταξιδιώτης / δάσκαλος. 2. για κτ. που έχει πρόσφατα εισαχθεί από κάπου: Kαινουριοφερμένο αυτοκίνητο. Kαινουριοφερμένες ιδέες.
[καινουριο- + φερμένος μππ. του φέρνω]
- καινούριωμα το [kenúrjoma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καινουριώνω.
[κανουριώ(νω) -μα]



