Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- καινοφανής -ής -ές [kenofanís] Ε10 : 1. (για αφηρ. ουσ.) που παρουσιάζεται για πρώτη φορά και που συχνά αντιμετωπίζεται αρνητικά, γιατί έρχεται σε αντίθεση με ό,τι είναι κοινά αποδεκτό: Kαινοφανείς κοινωνικές / οικονομικές θεωρίες. Aυτό που συμβαίνει στον πολιτικό μας βίο είναι καινοφανές. 2. (αστρον.) καινοφανείς αστέρες, κατηγορία πολύ απομακρυσμένων αστεριών, που η λάμψη τους αυξάνει πρόσκαιρα εξαιτίας της εσωτερικής τους θερμότητας,
[λόγ. < μσν. καινοφανής < καινο- + -φανής]



