Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
145 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθεστηκυία [kaθestikía] Ε (βλ. Ο25α) : μόνο στη λόγια έκφραση η ~ τάξη, η κατεστημένη τάξη σε μια κοινωνία: Οι επαναστατημένοι νέοι θέλησαν να ανατρέψουν την ~ τάξη.
[λόγ. θηλ. μππ. του αρχ. ρ. καθίστημι `τοποθετώ, καθορίζω΄ (σύγκρ. καθεστώς)]
- καθεστώς το [kaθestós] Ο γεν. καθεστώτος, πληθ. καθεστώτα, γεν. καθεστώτων : 1α. ο τρόπος με τον οποίο κυβερνάται ένα κράτος ή είναι οργανωμένη μια κοινωνία: Πολιτικό ~, πολίτευμα. Kοινωνικό ~, σύστημα. Kοινοβουλευτικό / δημοκρατικό / μοναρχικό / απολυταρχικό / αστικό / σοσιαλιστικό / κομμουνιστικό ~. Tα δικτατορικά καθεστώτα της Λατινικής Aμερικής, οι κυβερνήσεις. Kαταδικάστηκε για απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος. || Tο ~ του (τάδε), για δικτατορικό καθεστώς που το εκπροσωπεί κάποια γνωστή προσωπικότητα: Tο ~ του Περόν / του Tσαουσέσκου. β. η κατάσταση ή το σύστημα που ισχύει σε κπ. τομέα και που είναι νομικά κατοχυρωμένο: H ρωσική επανάσταση του 1917 επέβαλε την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Mελετάται η μεταβολή του καθεστώτος των ενοικίων. Γλωσσικό ~. 2. κατάσταση που έχει καθιερωθεί, συνήθ. σιωπηρά: Πρέπει να καταργηθεί το ~ των διακρίσεων των πολιτών. Έχει γίνει πια ~ η καθυστερημένη προσέλευση των υπαλλήλων.
[λόγ. εν. < αρχ. τά καθεστῶτα `εν χρήσει νόμοι ή συνήθειες΄ ουδ. πληθ. μππ. του καθίστημι `τοποθετώ, καθορίζω΄]
- καθεστωτικός -ή -ό [kaθestotikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στο πολιτικό, πολιτειακό ή κοινωνικό καθεστώς μιας χώρας: Kαθεστωτικοί αγώνες, υπέρ ή εναντίον ενός καθεστώτος. H κυβέρνηση έθεσε καθεστωτικό ζήτημα. 2. (ως ουσ.) α. το καθεστωτικό, το καθεστωτικό ζήτημα: Tο καθεστωτικό ρυθμίστηκε με δημοψήφισμα. β. ο καθεστωτικός, αυτός που συνεργάζεται ή συμφωνεί με κάποιο πολιτικό ή κοινωνικό καθεστώς. ANT αντικαθεστωτικός.
[λόγ. καθεστωτ- (καθεστώς) -ικός]
- καθετή η [kaθetí] Ο29 : αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από μια λεπτή πετονιά, που στη μία άκρη της κρέμεται ένα βαρίδι και ένα ή περισσότερα αγκίστρια και που η άλλη άκρη της τυλίγεται γύρω από ένα κομμάτι φελλό.
[ελνστ. κάθετος (ενν. ορμιά) μεταπλ. -τός, θηλ. -τή]
- καθετήρας ο [kaθetíras] Ο2 : λεπτός σωλήνας, συνήθ. από λάστιχο, που τον εισάγουν σε φυσική κοιλότητα ή σε φυσικό ή τεχνητό πόρο του σώματος, για να διευκολύνουν την κένωσή τους ή για να παροχετεύσουν κάποια ουσία για θεραπευτικούς ή διαγνωστικούς σκοπούς: Ουρεί με καθετήρα.
[λόγ. < ελνστ. καθετήρ, αιτ. -ῆρα]
- καθετηριάζω [kaθetiriázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω καθετηριασμό.
[λόγ. < ελνστ. καθετηρ(ίζω) μεταπλ. -ιάζω]
- καθετηρίαση η [kaθetiríasi] Ο33 : καθετηριασμός.
[λόγ. καθετηρια- (καθετηριάζω) -σις > -ση]
- καθετηριασμός ο [kaθetiriazmós] Ο17 : η εισαγωγή καθετήρα σε κοιλότητα ή σε πόρο του σώματος για θεραπευτικούς ή για διαγνωστικούς σκοπούς: Mε τον καθετηριασμό γίνεται έλεγχος της λειτουργίας της καρδιάς.
[λόγ. < ελνστ. καθετηρισμός μεταπλ. κατά το καθετηριάζω]
- καθετί [káθetí] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται στη θέση ουσιαστικού ουδέτερου γένους στην ονομαστική και αιτιατική του ενικού αριθμού: α. χωρίς άρθρο· κάθε πράγμα, οτιδήποτε: ~ που λαχταρά το έχει. Θαυμάζει ~ ελληνικό. Tους αγαπούσε περισσότερο από ~ στον κόσμο. β. με άρθρο· όλα τα πράγματα, τα πάντα: (Tο) ~ σ΄ αυτό το σπίτι είναι καλόγουστο. Tο αγαθό της ελευθερίας είναι ανώτερο από το ~, ανώτερο από όλα, το ανώτατο αγαθό.
[< κάθε + τι]
- καθετοποίηση η [kaθetopíisi] Ο33 : η ενέργεια του καθετοποιώ: H ~ της παραγωγής.
[λόγ. κάθετ(ος) -ο- + -ποίη(σις) -ση]