Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καθεύδω
1 item total
καθεύδω [kaθévδo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ., ειρ.) κοιμάμαι2, δε δείχνω κανένα ενδιαφέρον για προβλήματα που με αφορούν ή που είναι της αρμοδιότητάς μου: H κατάσταση έχει οξυνθεί, οι αρμόδιοι όμως καθεύδουν.

[λόγ. < αρχ. καθεύδω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go