Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καίσιο
1 item total
καίσιο το [késio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα των αλκαλίων, έχει αργυρόλευκο χρώμα και είναι το μαλακότερο από τα μέταλλα: Ραδιενεργό ~.

[λόγ. < νλατ. c(a)es(ium) -ιον < λατ. caesius `μπλε΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go