Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κάλλιο
2 items total [1 - 2]
κάλλιο [kálo] επίρρ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) καλύτερα: ~ να πεθάνεις παρά να ζεις σκλάβος. ~ το έχω να μείνω μόνη παρά να πάω μαζί του, προτι μώ να… ΠAΡ ~ πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει*. ~ γαϊδουρόδενε* παρά γαϊδουρογύρευε. ~ αργά παρά ποτέ. ~ πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη*.

[μσν. κάλλιο < αρχ. κάλλιον συγκρ. του επιρρ. καλῶς]

καλλιόπη η [kalópi] Ο30α : (ειρ.) στη γλώσσα των στρατιωτών, το αποχωρητήριο στους στρατώνες.

[λόγ. < αρχ. Καλλιόπη, η μούσα της επικής ποίησης, περιπαιχτικό σημδ. αγγλ. calliope (< αρχ. Καλλιόπη) `πρωτόγονο μουσικό όργανο σε τσίρκα με σφυρίχτρες που λειτουργούν με αέρα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go