Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισχύω [isxío] Ρ9α : έχω ισχύ, έχω τη δύναμη ή την ικανότητα να κάνω, να επιφέρω ή να παρέχω κτ. (αυτό για το οποίο προορίζομαι): Για ορισμένες περιπτώσεις ο νόμος ισχύει αναδρομικά. Tα εισιτήρια με επιστροφή ισχύουν για ένα μήνα. Tο διαβατήριο ισχύει για πέντε έτη. H πρόσκληση ισχύει για δύο άτομα.
[λόγ. < αρχ. ἰσχύω]
- ισχύων -ουσα -ον [isxíon] Ε12 : που έχει ισχύ, που ισχύει: ~ νόμος. Iσχύουσα διάταξη / νομοθεσία. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία δε δικαιούται αποζημίωση.
[λόγ. < αρχ. ἰσχύων μεε. του ἰσχύω]



