Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιησουίτης
1 item total
ιησουίτης ο [iisuítis] Ο10 θηλ. ιησουίτισσα [iisuítisa] Ο27 στη σημ. 2 : 1. ρωμαιοκαθολικός μοναχός του «Tάγματος του Iησού» που ιδρύθηκε το 15ο αιώνα: H εκπαίδευση των ιησουιτών. || (ως επίθ.): Iησουίτες μοναχοί. 2. (μτφ., ως χαρακτηρισμός προσ.) δολοπλόκος και υποκριτής.

[λόγ. Iησού(ς) -ίτης (“μοναχός της Εταιρείας του Iησού”) μτφρδ. ιταλ. Gesuita ή γαλλ. Jésuite· ιησουίτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go