Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιάσιμος
1 item total
ιάσιμος -η -ο [iásimos] Ε5 : (λόγ., ιατρ.) που μπορούμε να τον θεραπεύσουμε· θεραπεύσιμος. ANT ανίατος: Iάσιμο τραύμα. Iάσιμη ασθένεια.

[λόγ. < αρχ. ἰάσιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go