Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θεμελιώδης
1 item total
θεμελιώδης -ης -ες [θemelióδis] Ε11 : ο θεμελιακός, ο βασικός, ο ουσιώδης: ~ κανόνας / νόμος. Θεμελιώδεις αρχές. Aπαγορεύεται η αναθεώρηση των θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος. Θεμελιώδες ζήτημα / πρόβλημα.

[λόγ. θεμέλι(ον) -ώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go