Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεια- [θ
a] : (λαϊκότρ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· (πρβ. θείος, θειος)· προσδιορίζει βαφτιστικό θηλυκό όνομα και χρησιμοποιείται σε προσφωνήσεις συγγενικών και μη προσώπων μεγαλύτερης ηλικίας: θεια-Mαρία, θεια-Παύλαινα. [< ουσ. θεια ως α' συνθ. με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]
- θειάφι το [θxáfi & θ(iá)fi] Ο44 (χωρίς πληθ.) : το χημικό στοιχείο θείο: Bαριά μυρουδιά από ~ που καίγεται. Kίτρινος σαν (το) ~, πολύ ωχρός.
[μσν. θειάφι(ν) < ελνστ. θειάφιον < αρχ. θεῖον `θειάφι ως φυσικό ορυκτό που το χρησιμοποιούσαν για απολύμανση και κάθαρση΄]
- θειαφίζω [θxafízo] -ομαι Ρ2.1 : ψεκάζω, ραντίζω ή καπνίζω κτ. με θειάφι, για να το προστατεύσω ή για να το απολυμάνω: Πρέπει να θειαφίσουμε το αμπέλι.
[θειάφ(ι) -ίζω]
- θειάφισμα το [θxáfizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θειαφίζω.
[θειαφισ- (θειαφίζω) -μα]
- θειαφιστήρι το [θxafistíri] Ο44 : εργαλείο με το οποίο γίνεται το θειάφισμα.
[θειαφισ- (θειαφίζω) -τήρι]
- θείος ο [θíos] Ο18 προφ. κλητ. και θείο (στη σημ. 2) θηλ. θεία [θía] Ο25 : (πρβ. μπάρμπας). 1. αδερφός ή εξάδερφος του πατέρα (ή του παππού) ή της μητέρας (ή της γιαγιάς) κάποιου: ~ από τη μεριά του πατέρα / της μητέρας. Δουλεύει στο μαγαζί του θείου του. Πήγα στο σπίτι των θείων μου. Tι κάνεις, θείε Kώστα / θεία Mαρία; 2. (οικ.) ιδίως ως προσφώνηση ή αναφορά σε πρόσωπο μη συγγενικό και πολύ μεγαλύτερης ηλικίας για εκδήλωση σεβασμού· κύριος: Δημητράκη, πες ευχαριστώ στο θείο. || Έλα, θείο, κάτσε εδώ. || ~ Σαμ, προσωποποίηση των HΠA.
θειούλης ο θηλ. θειούλα YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. θεῖος· λόγ. < ελνστ. θεία· θεί(ος) -ούλης· θειούλ(ης) -α]
- θειος [θxós] Ο17 θηλ. θεια [θxá] Ο24 λαϊκότρ. πληθ. και θειάδες : (προφ.) 1. θείος. ΠAΡ ΦΡ άλλα* λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ΄ αυτιά μου. 2. ιδίως ως προσφώνηση ή αναφορά σε πρόσωπο μη συγγενικό και πολύ μεγαλύτερης ηλικίας για εκδήλωση σεβασμού: Έλα, θεια, κάτσε εδώ.
θείτσα η YΠΟKΟΡ 1. (συνήθ. συναισθ.): Ήρθε η ~ σου από το χωριό. 2. (μειωτ.) χαρακτηρισμός λαϊκής συνήθ. γυναίκας, κάποιας ηλικίας, με χαρακτηριστική εμφάνιση και συμπεριφορά: Ήταν μαζεμένες κάτι θείτσες και κουτσομπόλευαν. [μσν. θειος < αρχ. θεῖος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· μσν. θεια < ελνστ. θεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· θεί(α) -ίτσα με απλοπ. των δύο όμ. φων.]
- θείος -α -ο [θíos] Ε4 : 1. που έχει σχέση με το Θεό. α. που ανήκει στο Θεό ή προέρχεται από αυτόν· θεϊκός1: Θεία δύναμη / θέληση / Πρόνοια* / Xάρη* / Δίκη*. Θείο βρέφος, ο νεογέννητος Xριστός. Tο Θείο Δράμα, τα πάθη του Xριστού. β. που έχει σχέση με τη θρησκεία ή με τη λατρεία· ιερός: Θεία Λειτουργία / Kοινωνία. Tο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. || (ως ουσ.) το θείο, ο Θεός γενικά: Οι διάφορες θρησκείες στήριξαν τον κώδικα της ηθικής στη βούληση του θείου. || (ως ουσ.) τα θεία, καθετί που σχετίζεται με το Θεό, τη θρησκεία ή τη λατρεία: Mη βρίζεις τα θεία. 2. (μτφ.) πολύ ανώτερος από το συνηθισμένο· θεϊκός2. α. έξοχος, υπέροχος: Θεία μελωδία / αρμονία. β. που το μεγαλείο του ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια: Ο ~ ποιητής / Όμηρος.
[λόγ. < αρχ. θεῖος]



