Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ηλιόλουστος
1 item total
ηλιόλουστος -η -ο [ilólustos] Ε5 : που φωτίζεται από άφθονο ηλιακό φως, που είναι σαν να λούζεται από τον ήλιο: Hλιόλουστο σπίτι. Hλιόλουστα σαββατοκύριακα. Mια ηλιόλουστη μέρα του Γενάρη.

[λόγ. ηλιο- + λουσ- (λούζω) -τος μτφρδ. γαλλ. baigné par le soleil ή αγγλ. sunbathed]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go