Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ηθικολόγος
1 item total
ηθικολόγος ο [iθikolóγos] Ο18 θηλ. ηθικολόγος [iθikolóγos] Ο35 : αυτός που ηθικολογεί, που σχολιάζει τις πράξεις των άλλων από στενή ηθική άποψη.

[λόγ. ηθικο- + -λόγος απόδ. γαλλ. moralisateur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go