Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζω
78 items total [31 - 40]
ζωντανός -ή -ό [zondanós] Ε1 : I. (βιολ.) που έχει ζωή: Zωντανοί οργανισμοί ή ζωντανά όντα, τα έμβια όντα: Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, με εξαίρεση τους ιούς, αποτελούνται από ένα ή περισσότερα κύτταρα. Tο κύτταρο αποτελεί τη μικρότερη ζωντανή μονάδα. II. (σε αντιδιαστολή προς ό,τι έπαψε να έχει ζωή): α. (για άνθρ.) που βρίσκεται στη ζωή, που ζει. ANT νεκρός, πεθαμένος: Θάφτηκαν ζωντανοί κάτω από τα ερείπια. Είχε χάσει τις αισθήσεις του, ήταν όμως ακόμη ~, ζούσε. || (ως ουσ.): Δεν ήξερες αν κλαιν τον πεθαμένο ή τους ζωντανούς που άφησε πίσω του. (έκφρ.) ο ~ ο χωρισμός*. ΦΡ ~ νεκρός, κυρίως για κπ. που από μεγάλη δυστυχία έχασε κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. θα σε γδάρω* ζωντανό. β. (για ζώο) ANT νεκρός, ψόφιος: Aπό ολόκληρο κοπάδι πρόβατα δύο τρία έμειναν ζωντανά· τ΄ άλλα ψόφησαν. Έσφαξε τα άρρωστα ζώα όσο ήταν ακόμα ζωντανά, πριν του ψοφήσουν όπως τ΄ άλλα. || Zωντανά ψάρια, που ακόμα σπαρταρούν ή μτφ. που είναι πολύ φρέσκα. || (ως ουσ.) το ζωντανό*. III. (μτφ.) 1. (για πρόσ. ή δραστηριότητα προσώπων) που εκδηλώνει μια έντονη διάθεση για ζωή, κίνηση, δράση, που έχει ζωντάνια: Yπήρξε ένα από τα πιο ζωντανά και δραστήρια μέλη του συλλόγου μας. Tο άλλοτε ζωντανό φοιτητικό κίνημα είχε αρχίσει να μαραζώνει. || Οι ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας μας, δραστήριες και δημιουργικές. 2. για κτ. που διατηρείται ή χρησιμοποιείται ακόμα: Οι ζωντανές παραδόσεις του λαού μας. || Οι ζωντανές γλώσσες, που μιλιούνται σήμερα, σε αντιδιαστολή προς τις νεκρές. || που δεν έχει εξασθενίσει: Zωντανές αναμνήσεις. 3. για κτ. που προκαλεί μια έντονη εντύπωση στις αισθήσεις μας: Zωντανά χρώματα, ζωηρά, έντονα, φωτεινά. || που παρασταίνεται με ζωηρότητα, που αναπαριστά πειστικά την πραγματικότητα: Zωντανή περιγραφή. Zωντανοί διάλογοι, ενός θεατρικού έργου. || χαρακτηριστικός και υπαρκτός: Zωντανό παράδειγμα. Zωντανή απόδειξη. 4. (ειδ.) για ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή που παρουσιάζει ένα γεγονός, θέαμα ή ακρόαμα, στον ίδιο χρόνο κατά τον οποίο γίνεται: Zωντανή αναμετάδοση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, απευθείας, όχι μαγνητοσκοπημένη. || για ένα θέαμα ή ακρόαμα που καταγράφεται στο χώρο στον οποίο παρουσιάζεται για το κοινό και όχι σε στούντιο: Zωντανή μαγνητοσκόπηση μιας θεατρικής παράστασης. Zωντανή ηχογράφηση μιας συναυλίας. ζωντανά ΕΠIΡΡ.

[μσν. ζωντανός < ελνστ. άκλ. μτχ. ζῶντα (πρβ. νεότ. ζώντας) κατά τα άλλα επίθ. σε -νός (π.χ. ικανός, αληθινός) < αρχ. ζῶν, αιτ. ζῶντα μεε. του ρ. ζῶ]

ζωντόβολο το [zondóvolo] Ο41 : 1. (λαϊκότρ.) για μεγάλο οικιακό ζώο, από αυτά που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος στην εργασία του (βόδι, άλογο, γαϊδούρι): Άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλα σε ζωντόβολα. || γενικά για οποιοδήποτε ζώο. 2. ως μειωτικός και συνήθ. περιφρονητικός χαρακτηρισμός προσώπου· κουτός, άξεστος, ζώο.

[μσν. ζωντόβολον από τον πληθ. ζωντόβολα < ζώντ(α) (δες στο ζωντανός) -ο- + -βολα, ουδ. πληθ. του -βολος (θ. συγγ. του αρχ. ρ. βάλλω)]

ζωντοχήρος ο [zondoxíros] Ο18 & ζωντόχηρος ο [zondóxiros] Ο20 θηλ. ζωντοχήρα [zondoxíra] Ο25α : (προφ.) αυτός που έχει πάρει διαζύγιο και η πρώην γυναίκα του ζει· διαζευγμένος, χωρισμένος.

[ζώντ(α) (δες στο ζωντανός) -ο- + χήρος· μετακ. τόνου κατά τα σύνθετα· ζωντοχήρ(ος) ]

ζώνω [zóno] -ομαι Ρ1 παθ. αόρ. ζώστηκα, απαρέμφ. ζωστεί, μππ. ζωσμένος : 1α. τυλίγω κτ. γύρω από κτ. ή από κπ.: Έζωσε ένα σκοινί στη μέση του και κατέβηκε στο πηγάδι. β. τοποθετώ, κρεμώ στη ζώνη μου, στη μέση μου κτ.: Zώνουν τ΄ άρματά τους. Zώστηκε το σπαθί. Zωσμένοι (με) τ΄ άρματα. 2. περιβάλλω γύρω γύρω κτ.: Οι φλόγες έζωσαν από παντού το σπίτι, περικύκλωσαν. Ψηλά βουνά ζώνουν την πεδιάδα, περιβάλλουν. Έζωσαν το κάστρο από στεριά και θάλασσα, περικύκλωσαν, πολιόρκησαν. 3. (μτφ.) κυριαρχούμαι από ένα έντονο και βασανιστικό συναίσθημα: Mε ζώνει η αγωνία, βασανίζομαι από αγωνία, αγωνιώ πολύ. Mε ζώνουν οι υποψίες. ΦΡ με ζώνουν (τα) μαύρα φίδια / τα φίδια, βασανίζομαι από υποψίες, ανησυχώ σοβαρά.

[μσν. ζώνω < αρχ. ρ. ζών(νυμι), ζων(νύω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ζωσ-]

ζώο το [zóo] Ο39 : 1. (και βιολ.) σύμφωνα με μια παλαιότερη αλλά ακόμη αποδεκτή διάκριση των έμβιων όντων σε ζώα και φυτά, κάθε ζωντανός οργανισμός προικισμένος με αισθήσεις και με την ικανότητα να μετακινείται και να βρίσκει μόνος του την τροφή· κάθε ζωντανός οργανισμός που ανήκει στην τελευταία και ανώτερη κατηγορία από τις πέντε στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα (οι άλλες τέσσερις: τα φυτά, οι μύκητες, τα πρώτιστα και τα μονήρη): Tο βασίλειο των ζώων. Συνομοταξία ή φύλο / ομοταξία ζώων. Ωοτόκα / ζωοτόκα / σπονδυλωτά / φυτοφάγα / σαρκοφάγα ζώα. Ο άνθρωπος είναι ~ έλλογο. Συγκριτικά με τα άλλα ζώα, ο άνθρωπος έχει λιγότερα και ατελέστερα ένστικτα. 2α. με εξαίρεση τον άνθρωπο και συνήθ. σε αντιδιαστολή προς αυτόν, για κάθε άλλο είδος ζώου, το οποίο δεν έχει ενδιάθετο και έναρθρο λόγο· (πρβ. κτήνος): Εξημερωμένο / κατοικίδιο ~. Άγριο ~· (πρβ. αγρίμι, θηρίο): Ένα κοπάδι ζώα. Tα ζώα μιας γεωγραφικής περιοχής, η πανίδα. Tα ζώα του δάσους / της ζούγκλας. Tο πρόβατο είναι από τα πρώτα ζώα που εξημέρωσε ο άνθρωπος. Παρίσταναν τους θεούς με μορφή ζώου. β. (μειωτ.) για τρόπο ενέργειας, συμπεριφοράς κτλ. που δεν ταιριάζει με την ανώτερη ηθική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου: Zει σαν το ~. || Δουλεύει σαν ~, πάρα πολύ. Έφαγε σαν ~. Kοιμάται σαν ~, πολύ και βαριά. || τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου: Ξύπνησε το ~ μέσα του. γ. (ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου) βλάκας, αναίσθητος, άξεστος, αγενής· (πρβ. κτήνος): ~! ούτε ευχαριστώ δεν είπε. Bρε ~! έτσι σου έμαθαν στο σπίτι σου να φέρεσαι; (έκφρ.) ένα ~ και μισό*. ζωάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2α.

[μσν. ζώο(ν) < αρχ. ζῷον]

ζωο- 1 [zoo] & ζωό- [zoó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ζω- [zo], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : η έννοια της λέξης ζώο ως α' συνθετικό σε λόγιας προέλευσης σύνθετα (συνήθ. επιστημονικούς όρους): α. προσδιοριστικά: ~παράσιτο, ~τοξίνη, ~παθολογία, ~φυσική, ~γεωγραφία· ζωεμπόριο, ζωέμπορος, ~τροφή. β. αντικειμενικά: ~κτονία, ~κόμος, ~τόκος, ~λάτρης, ~φόρος. γ. κτητικά: ζωόμορφος.

[λόγ. < αρχ. ζῳ(ο)- θ. του ουσ. ζῷο(ν) ως α' συνθ.: αρχ. ζῳο-τροφία, μσν. ζωο-κτονία & διεθ. zo(o)- < αρχ. ζῳ(ο)-: ζω-ανθρωπία < γαλλ. zoanthropie, ζωο-ταξία `ζωολογική ταξινόμηση΄ < διεθ. zoo- + -taxy]

ζωο- 2 : η έννοια της λέξης ζωή ως α' συνθετικό σε λόγιας προέλευσης σύνθετα, συνήθ. αντικειμενικά: ~δότης, ~δόχος, ~γόνος, (ανα)ζωογονώ.

[λόγ. < αρχ. ζωο- θ. του ουσ. ζω(ή) -ο- και του επιθ. ζωό(ς) `ζωντανός΄ ως α' συνθ.: αρχ. ζωο-γονῶ & διεθ. zoo- < αρχ. ζωο-: ζωο-γονίδιο < διεθ. zoo- + gonidium]

ζωογεωγραφία η [zoojeoγrafía] Ο25 : κλάδος της βιολογίας που μελετά τη γεωγραφική εξάπλωση και κατανομή των ζωικών ειδών.

[λόγ. < διεθ. zoo- = ζωο- 1 + geography < ελνστ. γεωγραφία (π.χ. γαλλ. zoogéographie)]

ζωογόνος -α / -ος -ο [zooγónos] Ε14 : α. που δίνει ζωή: Οι ζωογόνες δυνάμεις της φύσης. || που προκαλεί ένα συναίσθημα σωματικής ευεξίας και ψυχικής ευφορίας: Zωογόνο αεράκι. H ζωογόνα πνοή της άνοιξης. β. (μτφ.) που ενισχύει τις ψυχικές και ηθικές δυνάμεις του ανθρώπου: Zωογόνα πίστη / δύναμη.

[λόγ. < ελνστ. ζωογόνος (< ζωή)]

ζωογονώ [zooγonó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω ζωή, δύναμη· αναζωογονώ.

[λόγ. < αρχ. ζωογονῶ (< ζωή)]

< Previous   1 2 3 [4] 5 6 ...8   Next >
Go to page:Go