Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ευημερώ [evimeró] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση ευημερίας, βρίσκομαι σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση, ζω άνετα: Ευημερεί ένα άτομο / μία οικογένεια / το κράτος. Στη χώρα μας συμβαίνει και τούτο το παράδοξο: να ευημερούν οι άνθρωποι όχι όμως και η κοινωνία. Ευημερεί μια οικονομική επιχείρηση, βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. εὐημερῶ]



