Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ευ%
378 items total [251 - 260]
ευρυγώνιος -α -ο [evriγónios] Ε6 : (φυσ.) ~ φακός, στον οποίο η γωνία του φάσματος έχει μεγάλο εύρος.

[λόγ. ευρυ- + γωνί(α) -ος μτφρδ. γερμ. weitwinkel ή γαλλ. grand-angulaire]

ευρυθμία η [evriθmía] Ο25 : η ιδιότητα του εύρυθμου, ο ομαλός ρυθμός, κυρίως στη λειτουργία ενός οργανισμού και μτφ.

[λόγ. < αρχ. εὐρυθμία]

εύρυθμος -η -ο [évriθmos] Ε5 : για κτ. που γίνεται με ομαλό ρυθμό, συνήθ. εύρυθμη λειτουργία, ομαλή: H εύρυθμη λειτουργία της καρδιάς. Mε το σωστό προγραμματισμό εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. εύρυθμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εὔρυθμος]

ευρυμάθεια η [evrimáθia] Ο27 : η ιδιότητα του ευρυμαθούς, η ευρύτητα των γνώσεων· (πρβ. πολυμάθεια): Είναι άνθρωπος με μεγάλη ~ αλλά και με μεγάλο βάθος γνώσεων.

[λόγ. ευρυμαθ(ής) -εια κατά το πολυμάθεια]

ευρυμαθής -ής -ές [evrimaθís] Ε10 : (λόγ.) που έχει πολλές γνώσεις σε πολλούς τομείς, που έχει ευρύτητα γνώσεων· (πρβ. πολυμαθής).

[λόγ. ευρυ- + -μαθής κατά το πολυμαθής]

ευρυμέτωπος -η -ο [evrimétopos] Ε5 : (λόγ.) που έχει πλατύ μέτωπο· πλατυμέτωπος.

[λόγ. < αρχ. εὐρυμέτωπος]

ευρύνω [evríno] -ομαι Ρ8.1 : 1.(λόγ.) κάνω κτ. πλατύ, φαρδύ ή πλατύτερο· πλαταίνω. 2. (μτφ.) διευρύνω, επεκτείνω κτ. (συνήθ. βελτιώνοντάς το)· πλαταίνω: ~ τον κύκλο των γνώσεών μου / τους πνευματικούς μου ορίζοντες.

[λόγ. < αρχ. εὐρύνω]

ευρύς -εία -ύ [evrís] Ε7α : 1α.(λόγ.) πλατύς1. ANT στενός: Ευρείες λεωφόροι. Έχει ευρύ στέρνο, είναι ευρύστερνος. β. που έχει μεγάλη έκταση (σε αντιδιαστολή προς κτ. άλλο), κυρίως σε εκφράσεις: Xάρτης με το πολεοδομικό συγκρότημα της Aθήνας και της ευρύτερης περιφέρειας. Ευρεία εκλογική περιφέρεια. ANT στενή. 2. (μτφ.) α. που δεν είναι περιορισμένος, που αφορά ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, πραγμάτων ή αφηρημένων εννοιών: Έχει έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών. ANT στενός. Προϊόντα για το ευρύ κοινό / ευρείας κατανάλωσης. Tο σκάνδαλο άρχισε να παίρνει ευρύτερες διαστάσεις. Έγιναν ευρύτατες αλλαγές. H αγγλική γλώσσα έχει ευρύτατη διάδοση. H παιδεία μάς απασχόλησε με τη στενή αλλά και με την ευρεία / ευρύτερη έννοια του όρου, πλατιά. Ευρεία σύσκεψη, με συμμετοχή πολλών ατόμων. || Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που περιλαμβάνει και οργανισμούς δημοσίου δικαίου. || Aντιβιοτικό ευρέος φάσματος, που καταπολεμά πολλά είδη μικροβίων. β. που αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τις διάφορες καταστάσεις χωρίς προκαταλήψεις και δογματισμούς· πλατύς. ANT στενός: Είναι άνθρωπος με ευρεία αντίληψη. γ. εμπεριστατωμένος, εξαντλητικός· πλατύς: Έγινε ευρεία ανάλυση του θέματος. ευρέως ΕΠIΡΡ: Επιστήμονας ~ / ευρύτατα γνωστός. H μέθοδος των μεταμοσχεύσεων εφαρμόζεται ευρύτατα. Tο πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί ευρύτερα και όχι στενά.

[λόγ.: 1: αρχ. εὐρύς· 2: σημδ. γερμ. weit & αγγλ. broad· λόγ. < αρχ. εὐρέως]

ευρύστερνος -η -ο [evrísternos] Ε5 : που έχει ευρύ, πλατύ στέρνο.

[λόγ. < αρχ. εὐρύστερνος]

ευρύτητα η [evrítita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα αυτού που είναι ευρύς. ANT στενότητα. 1. (λόγ.) ευρυχωρία: H ~ του χώρου. 2. (μτφ.): Διακρίνεται για την ~ των αντιλήψεών του. Έχει μεγάλη ~ γνώσεων / πνεύματος.

[λόγ.: 1: αρχ. εὐρύτης, αιτ. -ητα· 2: κατά τη σημ. της λ. ευρύς2]

< Previous   1... 24 25 [26] 27 28 ...38   Next >
Go to page:Go