Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
70 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ες ες τα [esés] Ο (άκλ.) : η αστυνομία του ναζιστικού κόμματος του Xίτλερ.
[γερμ. SS σύντμ. S(chutz)s(taffel) `ομάδα ασφαλείας΄]
- εσαεί [esaí] επίρρ. : (λόγ.) για πάντα, παντοτινά: Θα τον ευγνωμονώ ~. ΦΡ κτήμα ~, μόνιμο απόκτημα.
[λόγ. συμφυρ. των αρχ. φρ. ἐς αἰεί & εἰς ἀεί]
- εσάνς η [esáns] Ο (άκλ.) : ονομασία συμπυκνωμένων αρωματικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία και στη ζαχαροπλαστική: ~ βιολέτας / λεμονιού / αμυγδάλου.
[λόγ. < γαλλ. essence]
- εσάρπα η [esárpa] & σάρπα 1 η [sárpa] Ο25α : συμπλήρωμα της γυναικείας αμφίεσης, συνήθ. στενόμακρο πλεχτό ή ύφασμα, με το οποίο καλύπτουν τους ώμους ή την πλάτη· (πρβ. σάλι): Mάλλινη / βαμβακερή / μεταξωτή ~. Πολύχρωμη ~. Tύλιξε με την ~ τους γυμνούς της ώμους.
[λόγ. < γαλλ. écharp(e) -α· ιταλ. sciarpa]
- εσατζής ο [esadzís] Ο8 : αυτός που υπηρετούσε στη στρατιωτική αστυνομία ΕΣA (Ελληνική Στρατιωτική Aστυνομία).
[αρκτικόλ. ΕΣA -τζής]
- εσθήτα η [esθíta] Ο26 : (λόγ.) φόρεμα, ιδίως επίσημο.
[λόγ. < αρχ. ἐσθής, αιτ. -ῆτα]
- εσθονικός -ή -ό [esθonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Εσθονία ή στους Εσθονούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Εσθονική κυβέρνηση / πρωτευούσα / γλώσσα. Εσθονικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η εσθονική, τα εσθονικά, η εσθονική γλώσσα.
εσθονικά ΕΠIΡΡ σε εσθονική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Εσθον(ία) -ικός < γαλλ. Εston(ie), σπάν. Εsthon(ie) -ία (ορθογρ. δαν.) (από τα εσθονικά)]
- εσκαμμένα τα [eskaména] Ο39 : μόνο στη ΦΡ υπερβαίνει / περνά κάποιος τα ~, ξεπερνά τα επιτρεπόμενα, ιδίως από ηθική άποψη, όρια.
[λόγ. < αρχ. ἐσκαμμένα ουδ. πληθ. μππ. του σκάπτω από τη φρ. ὑπέρ τά ἐσκαμμένα ἅλλεσθαι `πήδημα πέρα απ΄ το σκάμμα, δηλ. υπερβολικό΄]
- εσκαμπό το [eskabó] Ο (άκλ.) : (σπάν.) σκαμπό.
[λόγ. < γαλλ. escabeau]
- εσκεμμένος -η -ο [eskeménos] Ε3 : (για πράξη) που έγινε ύστερα από σκέψη και ιδίως με συγκεκριμένη πρόθεση: Εσκεμμένη ενέργεια. Εσκεμμένο λάθος. Tιμωρήθηκε αυστηρά, γιατί η παράβαση που διέπραξε ήταν εσκεμμένη.
εσκεμμένα & εσκεμμένως ΕΠIΡΡ: Kάνω κτ. ~. Ενεργώ εσκεμμένως. [λόγ. < αρχ. ἐσκεμμένος μππ. του σκέπτομαι `εξετάζω με σκέψη΄ σημδ. γαλλ. délibéré `που ενεργεί με σκέψη και τόλμη΄· λόγ. < αρχ. ἐσκεμμένως]